Ζ' Λουκᾶ (Θεραπεία τῆς αἱμοῤῥοούσης καὶ ἀνάστασις τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου)

Πολλοί από απλότητα ή πονηριά, ονομάζουν θαύματα και αυτά ακόμη που δεν είναι, αλλά είναι έργα της φύσεως σπάνια όμως και δύσκολα. Το αληθινό θαύμα είναι έργο όχι της φύσεως, αλλά της του Θεού δυνάμεως. Όταν βλέπουμε τους νόμους της φύσεως μεταβεβλημένους και τα ιδιώματα της αλλοιωμένα, τότε το έργο αυτό είναι θαύμα αληθινό και βέβαιο και δεν είναι έργο της φύσεως, που λειτουργεί κάτω από νόμους και όρους αμετάβλητους και αναλλοίωτους, αλλά της παντοδυνάμου δεξιάς. Και θαύμα από θαύμα διαφέρει, άλλο είναι μικρό και άλλο μεγάλο, άλλο μέγα και άλλο υπερμέγιστο και εξαίσιο. Όσο περισσότερο οι νόμοι της φύσεως αργούν και αλλοιώνονται όσο γίνεται το θαύμα, τόσο μεγαλύτερο είναι το θαυματούργημα. Έτσι και τα δύο θαύματα του σημερινού ευαγγελίου είναι μεγάλα και θαυμαστά, πλήν όμως το δεύτερο του πρώτου πολύ μεγαλύτερο και εξαίσιο είναι.

καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.

Το «άρχων της συναγωγής» και το αρχισυναγωγός είναι το ίδιο και σημαίνει τον προεστώτα και πρόεδρο της Ιουδαικής συναγωγής. Αυτού λοιπόν, του Ιαείρου, η μονογενής δωδεκάχρονη κόρη ήταν ασθενής σε κρίσιμη κατάσταση, λίγο πριν τον θάνατο. Παρουσιάστηκε λοιπόν μπροστά στον Ιησού και αφού έπεσε στα πόδια Του τον παρακάλεσε να έρθει στο σπίτι του και να γιατρεύσει την κόρη του. Σημείωσε δε εδώ την πίστη και την ευλάβεια και την ελπίδα του Ιαείρου. Αυτός πίστευσε ότι ο Ιησούς μπορεί να θεραπεύσει την κόρη του, ήλπισε ότι η δέησι του θα εισακουσθεί από Αυτόν, και κινούμενος από ευλάβεια έπεσε στα πόδια Του, και μετά ταπείνωσης παρακάλεσε Αυτόν. Αυτός, ο Φιλάνθρωπος άκουσε την δέηση του και συμφώνησε να τον ακολουθήσει στο σπίτι του. Μάθε εδώ ότι τρία πράγματα είναι αναγκαία για να εισακουστούμε από τον Κύριο ημών, πίστη, ελπίδα και ευλάβεια. Καθώς πήγαιναν σπίτι του Ιαείρου, πλήθος πολύ τους περίβαλε και τους ακολουθούσε.

καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,  προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς.

Μια ασθενής γυναίκα, που ήταν υπαρκτό πρόσωπο με πραγματική αρρώστια, όπως μαρτυρούν οι ιστορικοί (Ευσεβ.β.7κ.13 και 18. Σωζομ.β. 5 κ. 21, Ευάγρ. Β.7κ.3. Μάλαλας εν λόγω δεκάτω), ήταν καταγωγής ελληνικής από την Καισάρεια της Φιλίππου, της Πανεάδος λεγομένης καταγομένη, ονόματος Βερόνικα. (Αυτή μάλιστα σε ανάμνηση της ευεργεσίας  του Κυρίου Ιησού Χριστού, έστησε χάλκινο αδριάντα δίπλα στην πόρτα του σπιτιού της. Στη βάση δε του ανδριάντα αυτού φύτρωνε βότανο πάσης αρρώστιας ιαματικό. Έμεινε δε αυτός ο ανδριάντας εκεί στημένος μέχρι των ημερών του αποστάτη Ιουλιανού ο οποίος και τον κατέστρεψε.)

Έπασχε λοιπόν αυτή η γυναίκα δώδεκα χρόνια από αιμορροία, και είχε δαπανήσει τα πάντα στους γιατρούς. Και αυτοί οι γιατροί όχι μόνο δεν μπόρεσαν να την γιατρέψουν αλλά και χειρότερα την είχανε καταντήσει. Αυτή λοιπόν ακούγοντας τα θαύματα που συντελούσε ο Ιησούς, είχε αναμειχθεί μέσα στο πλήθος και όταν βρισκόταν πίσω από τον Κύριο, ακούμπησε την άκρη του ενδύματος Αυτού. Αμέσως μετά δε, ξεράθηκε η πηγή του αίματος και η γυναίκα κατάλαβε ότι γιατρεύτηκε. Θαύμα εστίν μέγα και θαυμαστό, αφού δώδεκα χρόνια είχε αυτή την αρρώστια και αιμοραγούσε και κανείς δεν μπόρεσε να σταματήσει το αίμα. Ποια δύναμη το κατάφερε; Δύναμη φυσική καμιά, η Θεία του Σωτήρος δύναμη έκανε αυτό. Η θεραπεία της αιμορροούσης θαύμα είναι μεγάλο και υπερφυσικό.

καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 

Ρωτάει αυτός που γνωρίζει τα πάντα, ποιος είναι εκείνος που με άγγιξε, με ψιλάφησε; και όλοι οι τριγύρω του απάντουν και αρνούνται ότι τον άγγιξαν, μη έχοντας δει την γυναίκα στο κράσπεδο Ο δε Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι του λένε, «Επιστάτα βλέπεις ότι είμαστε μέσα σε τόσο πλήθος και ρωτάς ποιος σε άγγιξε;» Ο δε Ιησούς για να φανερώσει την δύναμη της πίστης της γυναίκας και της θείας αυτού δυνάμεως και έτσι να πιστεύουν σε αυτόν οι παρευρισκόμενοι , επιβεβαιώνει ότι κάποιος τον ψιλάφησε.  

ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.

Το ιμάτιο του Χριστού δεν έχει φάρμακα πάνω του που διαχέονται στους αρρώστους όταν το ακουμπάνε. Και μην νομίσεις ακόμα ότι εξήλθε δύναμη σωματική από το ιμάτιό του. Κατάλαβε ότι ο Ιησούς ως καρδιογνώστης και γνωρίζοντας την πίστη της, με μόνο την απλή ψηλάφηση του ιματίου του θεράπευσε αυτήν.

ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.

Εκείνη από απλότητα ίσως και αμάθεια, νόμισε ότι αυτή έλαβε ίαση από την αφή του κρασπέδου του Ιησού και για έτσι αυτός δεν θα μπορούσε να αισθανθεί (καταλάβει) το γεγονός. Όταν όμως είδε ότι αυτήν της την κίνηση εκείνος την αισθάνθηκε, τότε φοβήθηκε μήπως κατά λάθος, χωρίς να το θέλει, τον νευριάσει. Τότε τρέμοντας από φόβο ήρθε και έπεσε μπροστά στα πόδια του και του φανέρωσε μπροστά σε όλους ότι αυτή τον είχε αγγίξει για να γιατρέψει την ανίατη αρρώστια της. Τι τις είπε τότε αυτός;

ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

Πρώτα βγάζει τον φόβο από αυτή και της δίνει θάρρος. Έπειτα διδάσκοντας ταπεινοφροσύνη, απονέμει το θαύμα της ιάσεώς της στην πίστη της και μετά εύχεται σε αυτή του Θεού την ειρήνη να έχει πάντοτε. Αληθινά, μεγάλη είναι η πίστη της. Ασθενούσα, έτρεχε να προλάβει μέσα στο πλήθος τον Κύριο, πιστεύοντας πως με ένα απλό άγγιγμα θα γιατρεύονταν θαυματουργικά.

{Πολύ σημαντικό εδώ είναι το στοιχείο της πίστης αφού μας δείχνει με αυτό το θαύμα ο Κύριος, ότι και αυτός που πιστεύει σε αυτόν χωρίς να καταλαβαίνει πως θα γιατρευτεί-σωθεί, αλλά και αυτός που πιστεύει και κατανοεί πως η πίστη του τον σώζει αφού γίνεται δοχείο στο οποίο έρχεται η χάρις του Θεού η οποία υπάρχει όπως το φως, σώζονται αμφότεροι, αφού η Πίστη σώζει και όχι η κατανόηση της πίστεως.}

῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον.ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.

Λέγοντας αυτά, έρχεται εις την οικία του αρχισυναγωγού. Αυτοί δεν πίστευαν ότι ο Χριστός είναι Θεός παντοδύναμος και νόμιζαν ότι μπορούσε να θεραπεύσει αρρώστους αλλά όχι και να αναστήσει νεκρούς. Επειδή η ασθενούσα κόρη είχε πλέον πεθάνει. Δούλος ή φίλος του αρχισυναγωγού του λέει ότι αυτή πέθανε και δεν χρειάζεται να ενοχλεί πλέον τον Διδάσκαλο μάταια. Όταν το άκουσε δε ο Χριστός αυτό πριν του πει τίποτα του λέει: «Μην φοβάσαι», μην συλλογίζεσαι ότι δεν έχω την δύναμη, απλά πίστευε. Και εάν πιστεύεις η κόρη σου θα αναστηθεί.

ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα

Το πλήθος είχε ακολουθήσει τον Ιησού μέχρι την πόρτα του Ιαείρου, βλέποντας και το θαύμα της αιμορροούσας. Μέσα στο δωμάτιο δε της νεκρής θυγατέρας εισήλθε μόνος του και δεν άφησε κανέναν να μπει παρά μόνον τους τρεις μαθητές του, αυτούς που είχε και στο Θαβώριο όρος, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον πατέρα και τη μητέρα της. Αυτοί θα μαρτυρούσαν περί του θαύματος.

ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.

Ο ευαγγελιστής Ματθαίος μας λέει ότι είσαν στην οικία του Ιαείρου και αυλητές και όχλος πολύς ο οποίος είχε θορυβηθεί από τον θάνατον της κόρης. Γιατί άραγε είπε ο Ιησούς ότι αυτή δεν είχε πεθάνει παρά κοιμότανε; Ή γιατί έμελλε μετά από λίγο να την αναστήσει από τον ύπνο της, ή γιατί σκέφτηκε να ομολογήσουν άπαντες ότι αληθινά πέθανε και έτσι μετά την ανάστασή της να μην μπορούν να το αρνηθούν.

Έτσι για άρει κάθε υποψία και συκοφαντία και να πείσει αυτούς να πιστεύουν ότι αυτός είναι παντοδύναμος, αυτός που έχει εξουσία πάνω στο θάνατο και την ζωή, επέτρεψε να καταγελαστεί από αυτούς και να τον νομίζουν παραλογούντα, έτσι ώστε μέσω της κοροϊδίας τους να ομολογούν ότι αληθινά είχε πεθάνει η κόρη.

αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου.

Ανάξιοι ήταν του θαύματος οι θρηνολογούντες στην οικία του Ιαείρου, για αυτό και ο Κύριος τους έβγαλε έξω από το σπίτι. Μαρτυρεί δε περί αυτού και ο Απόστολος Μάρκος. Εκείνος αφού κράτησε το χέρι εκείνης είπε «η παις εγείρου», παιδί, αναστήσου από τους νεκρούς.

καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός. 

Ω του παράδοξου θαύματος! Η ανάσταση των νεκρών είναι θαύμα θαυμάτων, θαύμα που υπερβαίνει τα θαύματα. Μετά τον χωρισμό της ψυχής και του σώματος πάυει εντελώς και του αίματος και του ζωτικού πνεύματος η κίνηση, άρχεται η ανάζεσις εξ’ης η διαφθορά. Η ψυχή πλάθεται υπό του Δημιουργού εντός του σώματος. «πλάσσων πνεύμα ανθρώπου εν αυτώ»(Ζαχαρ.ιβ’1). Εξελθούσα όμως του σώματος δεν μπορεί να ξαναγυρίσει σε αυτό. Η μόνη παντοδύναμη του Υψίστου δύναμη μεταβάλλει όταν θέλει τους αμετάβλητους κατά φύση νόμους, αφού Αυτός έδωσε σε αυτή. Αυτή και προστάζει την ψυχή να επιστρέψει στο σώμα. Αυτό το έκανε ο Ιησούς εν ριπή οφθαλμού με την παντοδυναμία Του. Και επέστρεψε όχι άλλο πνεύμα αλλά το πνεύμα της, το δικό της. Και για να μην νομίζουν μερικοί ότι φάντασμα είναι εκείνη, άυλο και όχι πραγματική, πρόσταξε στους γονείς της να της δώσουν αμέσως να φάει. Οι γονείς της «εξέστησαν», αυτός όμως τους πρόσταξε να μην φανερώσουν το θαυμαστό αυτό θαύμα. Μάθε εσύ ότι όσο πιο θαυμαστή και καλή είναι μια πράξη σου τόσο πιο κρυφή να την κρατάς, «φεύγειν το κενόν της φιλοδοξίας δοξάριον»

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΟ ΔΟΞΑ!