51. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Ποιό δόγμα, λοιπόν, ρώτησα, υπάρχει σ’ αυτή τη διήγηση;».
ΜΑΚΡΙΝΑ
«Η ψυχή του Λαζάρου, απάντησε εκείνη, δεν ενδιαφέρεται για τα παρόντα
και δεν επιστρέφει σε τίποτε απ’ όσα άφησε πίσω της στη γη· ο πλούσιος όμως
είναι προσκολλημένος σαν ιξός στη σαρκική ζωή ακόμη και μετά το θάνατο·
απ’ αυτήν δεν απαλλάχτηκε τελείως κι όταν έπαψε να ζει, αλλά ακόμη
φροντίζει για τη σάρκα και το αίμα·
αφού παρακαλεί ν’ απαλλαγούν οι συγγενείς του από τα κακά, είναι φανερό
ότι δεν έχει ακόμη ελευθερωθεί από τις γήϊνες φροντίδες. Με όλες αυτές τις
διηγήσεις, θεωρούμε ότι ο Κύριος θεμελιώνει το εξής δόγμα: αυτοί που
ζουν ακόμη τη σαρκική ζωή πρέπει, με την ενάρετη βιοτή τους,
ν’ απομακρύνονται κάπως και να ξεφεύγουν από τη σχέση με τη σάρκα,
ώστε μετά το θάνατο να μην έχουν ανάγκη από κάποιον άλλο θάνατο, ο οποίος
θα καθαρίσει τα υπολείμματα της σαρκικής ζωής. Αλλά, όπως έσπασαν τα
δεσμά της ψυχής, να της γίνει εύκολος και άνετος ο δρόμος προς το αγαθό
και κανένα σωματικό βάρος να μην την αποσπά.
52
»Όποιος γίνει εντελώς σαρκικός στη σκέψη του και αφιερώνει κάθε κίνηση
και ενέργεια της ψυχής στα θελήματα της σάρκας, αυτός, κι όταν ακόμη βγει
έξω από τη σάρκα του, δεν αποχωρίζεται τα πάθη της. Όπως εκείνοι που έχουν
μείνει αρκετό καιρό στους πιο βρωμερούς τόπους, ακόμη κι όταν φύγουν από
κει και έλθουν στον καθαρό αέρα, δεν απαλλάσσονται από τη δυσοσμία της
βρώμας, την οποία συνήθισαν λόγω της μακράς διαμονής τους σ’ αυτήν.
»Έτσι, όταν γίνει η μεταφορά προς την αιώνια και αόρατη ζωή, δεν είναι
δυνατόν αυτοί που αγαπούν τη σάρκα να μην ελκύονται με οποιονδήποτε τρόπο
από τη δυσοσμία της σαρκικής ζωής. Απ’ αυτό η οδύνη τους γίνεται βαρύτερη,
επειδή η ψυχή απ’ αυτήν την κατάσταση γίνεται περισσότερο υλόφρονη.
Νομίζω μάλιστα ότι συμφωνεί μ’ αυτή την άποψή μου αυτό που λένε ορισμένοι,
ότι δηλαδή πολλές φορές εκεί που βρίσκονται τα σώματα (τάφοι) φαίνονται
σκιές φαντασμάτων των νεκρών.
»Εάν πράγματι γίνεται κάτι τέτοιο, αποδεικνύεται έτσι η προσκόλληση της
ψυχής στην σαρκική ζωή περισσότερο από το πρέπον· έτσι ώστε, κι όταν βγει
από τη σάρκα, να μη θέλει ν’ αποχωριστεί καθαρά απ’ αυτήν, ούτε να δέχεται
την ολοκληρωτική αλλαγή της στην κατάσταση της αιωνιότητας·
αντίθετα, να παραμένει ακόμη, και μετά τη διάλυση, στη σωματική μορφή
και, ενώ είναι ήδη έξω από το σώμα, να περιφέρεται με νοσταλγία στους
τόπους της υλικής ζωής και εκεί να αναστρέφεται».
53. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
Εγώ τότε, αφού συλλογίστηκα για λίγο και σκέφτηκα την έννοια των λόγων
της, είπα: «Μου φαίνεται, με όσα ειπώθηκαν, προκύπτει κάποια αντίφαση
στα θέματα που συζητήθηκαν για τα πάθη. Διότι, νομίσαμε ότι αυτά
τα κινήματα των παθών, τα οποία απαρίθμησες στην προηγούμενη
συζήτησή μας, όπως ο θυμός, ο φόβος, η ηδονή, η επιθυμία και τα παρόμοια,
ενεργούν στην ψυχή μας εξαιτίας της συγγένειάς της με τα άλογα. Παράλληλα
όμως είπες ότι η καλή χρήση τους (των παθών) είναι αρετή, ενώ η σφαλερή
κακία· και πρόσθεσες ακόμη στη συζήτηση ότι και κάθε άλλο (πάθος)
συμβάλλει στον ενάρετο βίο, διότι με την επιθυμία ανεβαίνουμε προς το Θεό,
σαν να αναρριχόμαστε προς Αυτόν με μια αλυσίδα κάτω από τη γη. Νομίζω,
λοιπόν, ότι τα επιχειρήματα (του λόγου σου) αντιφάσκουν με το συμπέρασμα».
54. ΜΑΚΡΙΝΑ
«Πώς το λες αυτό;», με ρώτησε εκείνη.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Αφού με την κάθαρση, απάντησα, σβήνει μέσα μας κάθε άλογη κίνηση,
είναι επόμενο ότι δεν υφίσταται καθόλου ούτε η επιθυμία· κι αφού δεν υπάρχει
αυτή, δεν υπάρχει επιθυμία ούτε για τα καλύτερο (αγαθό)· διότι δεν έμεινε
στην ψυχή καμιά κίνηση (πάθος), που να την διεγείρει να επιθυμεί τα αγαθά».
55
«Στην αντίρρηση αυτή, είπε εκείνη, απαντάμε το εξής: η θεωρητική και
διακριτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα της θεοείδειας της ψυχής· διότι και το
Θεό με αυτές τον αντιλαμβανόμαστε. Εάν, λοιπόν, είτε με τον πνευματικό
αγώνα της παρούσης ζωής είτε με την κάθαρση μετά απ’ αυτήν, ελευθερωθεί
η ψυχή από την εξάρτησή της από τα άλογα πάθη, τότε τίποτε δεν την
αποκλείει από τη θεωρία του καλού. Διότι το καλό από τη φύση του ελκύει
καθέναν που προσβλέπει σ’ αυτό. Εάν, λοιπόν, η ψυχή καθαριστεί από κάθε
κακία, σίγουρα θα βρίσκεται μέσα στο καλό. Και καλό στη φύση του είναι το
Θείο, στο οποίο η ψυχή θα προσδένεται με την καθαρότητά της όπως
συνδέεται με συγγενή της.
»Εάν, λοιπόν, γίνει αυτό, τότε δεν θα μας χρειάζεται πλέον η λειτουργία της
επιθυμίας, για να μας οδηγήσει στο καλό. Μόνον όποιος βρίσκεται στο
σκοτάδι, αυτός επιθυμεί το φως. Εάν όμως βρεθεί στο φως, την επιθυμία
διαδέχεται η απόλαυση· και η κυριαρχία της απολαύσεως θα καταστήσει
αργή και άχρηστη την επιθυμία.
»Καμία, λοιπόν, ζημία δεν θα έχει η ψυχή στη μετοχή της στο αγαθό,
εάν απελευθερωθεί από τέτοια κινήματα (των παθών)· θα επανέλθει πάλι
στον εαυτό της και θα δει ακριβώς την ύπαρξή της, ποιά ακριβώς είναι·
και, σαν σε καθρέφτη που απεικονίζει, θα βλέπει με το δικό της κάλλος
το αρχέτυπό της.
»Πράγματι, σ’ αυτό ακριβώς μπορούμε να πούμε ότι αποτυπώνεται η ακριβής
ομοίωση με το Θεό· να μιμείται δηλαδή, όσο γίνεται, η δική μας ψυχή την
ανωτέρή μας ύπαρξη. Διότι η φύση (του Θεού), που υπάρχει πάνω από κάθε
(κατα)νόηση, βρίσκεται μακριά από τις δικές μας αντιλήψεις· διάγει τη ζωή της
με διαφορετικό τρόπο, και όχι όπως εμείς ζούμε την παρούσα ζωή. Διότι εμείς
οι άνθρωποι, επειδή η φύση μας βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση, πηγαίνουμε εκεί
που μας οδηγεί η ορμή της προαιρέσεώς μας· η ψυχή όμως, θα έλεγε κανείς,
δεν διάγει το επόμενο στάδιο της υπάρξεώς της όπως και το προηγούμενο.
56
»Διότι η ελπίδα καθοδηγεί (την ψυχή) στην κίνησή της προς τα μπρος, ενώ η
μνήμη διαδέχεται την ελπίδα, όταν προχωρήσει η κίνηση προς τα μπρος. Αλλά,
εάν βέβαια η ελπίδα οδηγεί την ψυχή σ’ αυτό που είναι καλό από τη φύση του,
τότε η κίνηση της προαιρέσεως χαράσσει στη μνήμη ίχνος ευχάριστο. Εάν
όμως ο άνθρωπος αποτύχει στην επιδίωξη του καλύτερου, επειδή η ελπίδα
ξεγέλασε την ψυχή με ψεύτικο κάλλος, η μνήμη, που ακολουθεί τα γεγονότα,
γίνεται αιτία ντροπής. Και έτσι γίνεται μέσα στην ψυχή εμφύλιος πόλεμος· η
μνήμη μάχεται ενάντια στην ελπίδα, επειδή έγινε κακός οδηγός της προαιρέσεως.
Τέτοια πράγματι έννοια έχει σαφώς το πάθος της ντροπής,
όταν η ψυχή πληγώνεται από το αποτέλεσμα· χρησιμοποιεί τη μετάνοια
σαν μαστίγιο εναντίον της αθέλητης ορμής και προκαλεί σε συμμαχία
τη λησμονιά ενάντια στη λύπη. Αλλά σε μας βέβαια η φύση, επειδή είναι
φτωχή από το καλό, πάντοτε τρέχει προς αυτό που της λείπει· και αυτός ο
πόθος του ελλείποντος αποτελεί την ίδια την επιθυμητική διάθεση της φύσεώς
μας· η οποία, είτε σφάλλει από απειρία να φτάσει το όντως καλό, είτε
πετυχαίνει εκείνο που είναι καλό.
57
»Η φύση πάλι (Θεός) που ξεπερνά κάθε έννοια του αγαθού και κάθε δύναμη,
επειδή δεν έχει ανάγκη κανένα από εκείνα που θεωρούνται αγαθά,
αποτελεί η ίδια την πληρότητα όλων των αγαθών. Δεν βρίσκεται στο καλό
γιατί μετέχει σε κάποιο καλό, αλλά η ίδια είναι η φύση του καλού,
οτιδήποτε κι αν υποθετεί ο νους ότι είναι το καλό. Αυτή η φύση δεν δέχεται για
τον εαυτό της την κίνηση της ελπίδος –διότι η ελπίδα κινείται μόνον προς αυτό
που δεν υπάρχει· "αυτό όμως που το έχει κάποιος, γιατί να το ελπίζει;", λέει ο
Απόστολος. Ούτε πάλι χρειάζεται την ικανότητα της μνήμης για να γνωρίζει
ακριβώς τα όντα· διότι αυτό που βλέπει, δεν έχει ανάγκη να το θυμάται.
»Επειδή, λοιπόν, η θεία φύση είναι πέρα από κάθε αγαθό –και το αγαθό βέβαια
αγαπά το αγαθό–, γι’ αυτό βλέποντας μέσα της και ό,τι έχει θέλει και ό,τι θέλει
έχει· δεν δέχεται τίποτε απέξω για τον εαυτό της, ενώ έξω απ’ αυτήν δεν
υπάρχει τίποτε εκτός από την κακία, η οποία –όσο κι αν είναι παράδοξο να το
πούμε– έχει την ύπαρξή της στην ανυπαρξία. Διότι τίποτε άλλο δεν γεννά την
κακία παρά η στέρηση του όντος. Και αυτό που όντως είναι ον (ύπαρξη) είναι
η φύση του αγαθού. Και ό,τι δεν βρίσκεται στην ύπαρξη (δεν είναι ον),
βρίσκεται στην ανυπαρξία.
58
»Όταν, λοιπόν, και η ψυχή πετάξει από πάνω της όλα τα διάφορα κινήματα
(πάθη) της φύσεως και γίνει όμοια με τη θεία φύση· όταν ξεπεράσει την
επιθυμία και βρίσκεται εκεί που προηγουμένως την οδηγούσε η επιθυμία· τότε,
δεν επιτρέπει πλέον τίποτε στον εαυτό της, ούτε την ελπίδα ούτε τη μνήμη, διότι
κατέχει αυτό που ελπίζει. Η ασχολία πάλι για την απόλαυση των αγαθών
αποβάλλει τη μνήμη από το νου. Και έτσι μιμείται την υπεροχική ζωή που έχει
αποτυπωθεί από τις ιδιότητες της θείας φύσεως· ώστε, τίποτε άλλο να μην
επιδιώκει παρά μόνον την αγάπη, η οποία από τη φύση της βλαστάνει
μαζί με το αγαθό. Διότι αγάπη είναι το εξής, η εσωτερική σχέση
προς το επιθυμητό.
»Όταν, λοιπόν, η ψυχή γίνει απλή και έχει μόνο ένα πάθος (αγάπη) και είναι
περίπου όμοια με τη θεία φύση, θα βρει πράγματι ένα απλό και άϋλο αγαθό,
που είναι το μόνο αγαπητό και επιθυμητό. Ενώνεται και αναμειγνύεται
(η ψυχή), με την αγαπητική διάθεση και ενέργειά της, μ’ αυτό (αγαθό=Θεός)·
εκτυπώνει την μορφή της σύμφωνα μ’ αυτό, που πάντοτε νοείται και υπάρχει.
Γίνεται, με την ομοίωση του αγαθού, ό,τι ακριβώς είναι η φύση αυτού στο
οποίο μετέχει. Επειδή εκείνο (το αγαθό=Θεός) δεν έχει καμιά επιθυμία, διότι
δεν του λείπει κανένα από τα αγαθά, είναι επόμενο και η ψυχή να γίνεται
κι αυτή ανενδεής· διώχνει από πάνω της την επιθυμητική κίνηση και
διάθεση, η οποία τότε μόνον υφίσταται, όταν απουσιάζει το αντικείμενο του
πόθου.
»Στο δόγμα αυτό μας οδηγεί και ο θείος Απόστολος (Παύλος),
ο οποίος προανήγγειλε παύση και καταστολή όλων των ενεργημάτων που
υπάρχουν τώρα μέσα μας και μας κατευθύνουν στο αγαθό· μόνο για την αγάπη
δεν υπάρχει τέλος. Διότι, είπε, οι προφητείες θα καταργηθούν
και τα χαρίσματα της γλωσσολαλιάς θα σταματήσουν· η αγάπη όμως ποτέ δεν
πέφτει· πράγμα που σημαίνει ότι (η αγάπη) πάντοτε μένει η ίδια. Αλλά,
λέγοντας ότι θα παραμείνουν μαζί με την αγάπη η πίστη και η ελπίδα, πάλι
αυτήν, δικαιολογημένα, τοποθετεί επικεφαλής. Διότι η ελπίδα ενεργεί μέχρις
ότου δεν έχει έλθει η απόλαυση των ελπιζομένων· και η πίστη παρόμοια
γίνεται στήριγμα της αβεβαιότητας των ελπιζομένων. Γι’ αυτό και έδωσε τον
ορισμό της, λέγοντας: "πίστη είναι υπόσταση (πραγμάτωση) όσων ελπίζουμε".
59
»Όταν όμως εκπληρωθεί αυτό που ελπίζουμε και όλες οι άλλες (αρετές)
καταργούνται, τότε μένει μόνον η ενέργεια της αγάπης, χωρίς να βρίσκει
διάδοχό της. Γι’ αυτό και (η αγάπη) είναι πρώτη σ’ όλα τα επιτεύγματα
των αρετών και των εντολών του (θείου) νόμου.
Εάν, λοιπόν, φτάσει κάποτε η ψυχή σ’ αυτό το τέρμα, τότε δεν θα έχει ανάγκη
τις άλλες αρετές, επειδή θα έχει πραγματώσει τον ανώτατο σκοπό των όντων
και μόνη της θα φαίνεται ότι διατηρεί μέσα της τα χαρακτηριστικά της θείας
μακαριότητας.
»Διότι η ζωή της άνω (θείας) φύσεως είναι αγάπη· επειδή το καλό είναι
αγαπητό σ’ εκείνους που το γνωρίζουν, και ο Θεός πάλι γνωρίζει τον εαυτό του·
γι’ αυτό, και η γνώση αυτή είναι αγάπη. Διότι, είναι καλό από τη φύση του
αυτό που γνωρίζεται· και το αληθινά καλό δεν το αγγίζει η ύβρις του
χορτασμού. Εφόσον, λοιπόν, ο χορτασμός δεν διακόπτει τη σχέση της αγάπης
προς το καλό, πάντοτε η θεία ζωή θα ενεργεί με την αγάπη, η οποία είναι από
τη φύση της καλή, και αγαπά αυτό που από τη φύση του είναι καλό·
η ενέργεια της αγάπης δεν έχει όριο, διότι ούτε του καλού υπάρχει τέρμα,
ώστε η αγάπη να τερματίζει στο τέρμα του καλού.
Διότι το καλό σταματά μόνον από το αντίθετό του. Όπου όμως η φύση δεν
αποδέχεται το κακό, τότε το αγαθό θα προχωρεί στό ατελείωτο
και απεριόριστο.
60
»Επειδή, λοιπόν, κάθε φύση ελκύει τα συγγενή της –και ο άνθρωπος συγγενεύει
κάπως με το Θεό, διότι αποτελεί ο εαυτός του εικόνα (μίμηση) του αρχετύπου–,
υποχρεωτικά η ψυχή έλκεται προς το θείο και συγγενικό της (Ον).
Πρέπει βέβαια οπουδήποτε και οπωσδήποτε να αποδοθεί στο Θεό το δικό του.
Εάν, λοιπόν, η ψυχή είναι ελαφριά και απλή, χωρίς να την πιέζει κανένα
σωματικό βάρος, τότε η προσκόλλησή της προς αυτό που την ελκύει γίνεται
ευχάριστη και εύκολη.
»Εάν, όμως, (η ψυχή) είναι προσηλωμένη στα υλικά με τα καρφιά των βιωτικών
φροντίδων, τότε παθαίνει κάτι ανάλογο με τα σώματα τα καταπλακωμένα από
χώματα στην περίπτωση των σεισμών. Και ας υποθέσουμε ότι τα σώματα δεν
έχουν μόνο πάνω τους το βάρος των συνεπειών του σεισμού, αλλά ορισμένα
έχουν τρυπηθεί κιόλας με βέλη και ξύλα που ήταν μέσα στα χώματα· κάτι
τέτοιο είναι φυσιολογικό να συμβαίνει στα σώματα που βρίσκονται σ’ αυτή την
κατάσταση και τα ανασύρουν οι συγγενείς τους, για να τα θάψουν. Τα σώματα
αυτά σίγουρα θα φανούν και θα κομματιαστούν και θά πάθουν κάθε τι το
φοβερό, διότι τα ξεσχίζουν τα χώματα και τα καρφιά, καθώς ανασύρονται με
δύναμη.
»Από κάποιο τέτοιο πάθος, νομίζω, υποφέρει και η ψυχή, όταν η δύναμη του
Θεού από αγάπη ελκύει εκείνο που της ανήκει από τις παράλογες και
υλιστικές καταστάσεις. Διότι ο Θεός, που απαιτεί και ελκύει προς τον εαυτό
του κάθε τι που αυτός το δημιούργησε, δεν επιφέρει, σύμφωνα με τη γνώμη
μου, αυτές τις οδυνηρές διαθέσεις στους αμαρτωλούς, από μίσος και τιμωρία
για την κακή τους ζωή. Αλλά, για καλύτερο σκοπό ελκύει Αυτός την ψυχή
προς τον εαυτό του, που αποτελεί την πηγή κάθε ευτυχίας.
η οδυνηρή όμως διάθεση είναι φυσιολογικό να συμβαίνει σε κάθε ελκυόμενο.
»Καί όπως όσοι καθαρίζουν με φωτιά την ύλην που αναμίχθηκε με το χρυσό,
δεν λειώνουν μόνο το ψεύτικο στοιχείο, αλλά αναγκαστικά
μαζί με το κίβδηλο λειώνουν και το καθαρό, κι όταν το κίβδηλο κατακαεί,
μένει μόνο αυτό (το καθαρό)· έτσι κι όταν η κακία λειώνει στην ακοίμητη
φωτιά της καθάρσεως, υποχρεωτικά βρίσκεται στη φωτιά και η ψυχή που είναι
ενωμένη μαζί της· έως ότου η διεσπαρμένη απατηλή, υλιστική και κίβδηλη
κατάσταση (της κακίας) κατακαεί με την αιώνια φωτιά.
»Και όπως ακριβώς όταν ένα σχοινί περιτυλιχθεί από παχύ στρώμα κολλώδους
λάσπης και, στη συνέχεια, η αρχή του σχοινιού περάσει από μια στενή τρύπα
και το τραβάει κάποιος με δύναμη από την άκρη του μέσα απ’ αυτήν,
υποχρεωτικά το σχοινί ακολουθεί το τράβηγμα· ενώ η λάσπη που το περιβάλλει
από το δυνατό τράβηγμα αποξύνεται και μένει έξω από την τρύπα που περνάει
το σχοινί· η λάσπη γίνεται αιτία να μην περνάει εύκολα το σχοινί την τρύπα,
αλλά να υφίσταται βίαιο τέντωμα από το τράβηγμα.
Κάτι τέτοιο, νομίζω, πρέπει να σκεφτόμαστε ότι παθαίνει και η ψυχή, που έχει
τυλιχθεί με τα γήϊνα και υλιστικά πάθη· υποφέρει και κουράζεται, επειδή ο
Θεός ελκύει προς τον εαυτό του ό,τι είναι δικό του· και ό,τι ξένο έχει κολλήσει
πάνω της, αποξύνεται με βία και δημιουργεί στην ψυχή οξείς
και ανυπόφορους πόνους».
ΜΑΚΡΙΝΑ
Και η δασκάλα είπε: «Αλήθεια το λες. Διότι είναι δυνατόν ν’ ακούσουμε
τους αντίθετους στα επιχειρήματά μας να λένε ότι, αφού τα στοιχεία
διαλυθούν, και πάει το καθένα στο στοιχείο με το οποίο συγγενεύει, τότε με
ποιο τρόπο το θερμό, που υπάρχει και αναμιγνύεται έπειτα με το καθόλου
θερμό, μπορεί πάλι να χωριστεί από το συγγενικό του στοιχείο και να συστήσει
ξανά τον άνθρωπο που ανασταίνεται; Διότι, αν δεν επανέλθει ακριβώς το ίδιο,
αλλά ληφθεί κάτι παρόμοιο και όχι το ακριβώς ίδιο, τότε θα βγεί άλλος
άνθρωπος στη θέση άλλου. Κι αυτό δεν θα είναι ανάσταση, αλλά πλάσιμο
καινούργιου (άλλου) ανθρώπου. Εάν όμως πρέπει ο ίδιος άνθρωπος ν’
αναστηθεί, τότε πρέπει ολόκληρος να επανέλθει στον εαυτό του και να πάρει
την αρχική φύση του με όλα τα επιμέρους στοιχεία».
-------------
61. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Έτσι, λοιπόν, είπα εγώ, όπως φαίνεται απ’ όσα λέχθηκαν προηγουμένως, δεν
τιμωρεί με την κόλαση τους αμαρτωλούς η κρίση του Θεού, αλλά, όπως
απέδειξαν τα επιχειρήματα, ενεργεί μόνο για να ξεχωρίσει το αγαθό και να
τραβήξει την ψυχή στην κοινωνία της μακαριότητος· το ξεχώρισμα όμως των
συνυφασμένων στοιχείων (ψυχής και παθών) προκαλεί πόνο στην ελκόμενη
(ψυχή)».
ΜΑΚΡΙΝΑ
«Αυτή είναι και η δική μου άποψη, είπε η δασκάλα. Μέτρο του πόνου είναι η
ποσότητα της κακίας που υπάρχει στον καθέναν. Διότι δεν είναι δίκαιο, αυτός
που πέφτει σε τόσα πολλά απαγορευμένα κακά και αυτός που έχει διαπράξει
ελαφρά πλημμελήματα, να υποστούν την ημέρα της κρίσεως την ίδια τιμωρία
για την κακή τους συνήθεια. Αλλά, εκείνη η φλόγα που προκαλεί οδύνη θα
κάψει ανάλογα με την ποσότητα της κακίας, λίγο ή πολύ, έως ότου υπάρχει
υλικό που την τρέφει.
»Σ’ όποιον, λοιπόν, είναι πολύ το φορτίο της υλοφροσύνης, εξ ανάγκης και η
η φωτιά που θα τον κατακαίει θα είναι μεγάλη και θα διαρκεί πολύ. Σ’ όποιον
όμως το υλικό που έχει αναμιχθεί για να καεί είναι λιγότερο, τόσο πιο χαμηλή
σε ένταση και δριμύτητα θα είναι η φωτιά που θα τιμωρεί (κόλαση)· θα
ελαττώνεται ανάλογα με την ποσότητα της κακίας του υποκειμένου (ανθρώπου).
»Διότι πρέπει εξάπαντος και με οποιοδήποτε τρόπο να βγεί κάποτε το κακό από
το ον (ύπαρξη)· και όπως είπαμε παραπάνω, να μην υπάρχει καθόλου το μη
ον (κακό). Επειδή, πράγματι, η κακία έχει τη φύση της έξω από την
προαίρεση (θέληση), όταν κάθε προαίρεση είναι με το Θεό, τότε η κακία θ’
αφανιστεί εντελώς, διότι δεν θα της απομείνει καμιά ψυχή να τη δεχθεί».
62. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Αλλά, ρώτησα, ποιό είναι το κέρδος αυτής της καλής ελπίδος για εκείνον
που σκέφτεται πόσο μεγάλο είναι το κακό, να υποστεί την οδύνη του και για
ένα μόνο χρόνο; Κι αν, βέβαια, η ανυπόφορη εκείνη οδύνη παραταθεί στην
αιωνιότητα, ποιά παρηγοριά μένει για την μετέπειτα ελπίδα σ’ εκείνον που
η κόλαση διαρκεί για την αιωνιότητα;».
63. ΜΑΚΡΙΝΑ
«Ώστε, λοιπόν, πρέπει να φροντίσουμε ή να διατηρήσουμε την ψυχή μας
καθαρή και αμόλυντη από τις προσβολές της κακίας ή, εάν αυτό είναι
παντελώς αδύνατο, εξαιτίας της εμπαθούς φύσεώς μας, να προσέξουμε τα
λάθη της απομακρύνσεώς μας από την αρετή να είναι, κατα το δυνατόν,
ασήμαντα και να θεραπεύονται εύκολα.
»Διότι η διδασκαλία του Ευαγγελίου αναφέρει οφειλέτες μυρίων
ταλάντων, πεντακοσίων δηναρίων, πενήντα δηναρίων και ενός κοδράντη,
ο οποίος είναι το μικρότερο νόμισμα. Η δικαιοσύνη όμως του Θεού
τους κρίνει όλους (τους οφειλέτες), και επιβάλλει υποχρεωτικά την εξόφληση
ανάλογα με το ποσό της οφειλής, χωρίς να παραβλέπει και το μικρότερο
χρέος.
»Η αποπληρωμή της οφειλής, διηγείται το Ευαγγέλιο, δεν γίνεται με την
επιστροφή των χρεωστουμένων χρημάτων, αλλά ο οφειλέτης παραδίνεται
στους βασανιστές, έως ότου ξοφλήσει όλο το χρέος. Αυτό σημαίνει ότι με
τα βασανιστήρια εξοφλείται το υποχρεωτικό χρέος, δηλαδή με την τιμωρία
να γευθεί οδύνες και λύπες· αυτές, δηλαδή, που χρεώθηκε στη διάρκεια του
βίου του, επειδή προτίμησε, από απερισκεψία, την ασύδοτη και άμετρη ηδονή
του αντιθέτου (κακού). Και έτσι, αφού αποθέσει κάθε τι το ξένο προς τον εαυτό
του, την αμαρτία δηλαδή, και αποβάλει την ντροπή των χρεών, θα βρεθεί πάλι
ελεύθερος και άφοβος.
64
»Ελευθερία πάλι είναι η εξομοίωση με την ανεξαρτησία και την αυτονομία·
ο Θεός στην αρχή μας δώρησε την ελευθερία, αλλά με τις ντροπές των
χρεών των αμαρτιών μας την καταχωνιάσαμε. Και κάθε μορφή ελευθερίας μία
είναι στην ουσία της και βρίσκεται σε αρμονία με τον εαυτό της. Επομένως,
κάθε τι το ελεύθερο ταιριάζει με το όμοιό του. Και μόνον η αρετή είναι
ανεξάρτητη. Ανεξάρτητη όμως είναι και η ελευθερία και θα συναφθεί με την
(ανεξάρτητη) αρετή. Και, βέβαια, αιτία κάθε αρετής είναι η θεία φύση.
Επομένως, όσοι έχουν απαλλαγεί από την κακία θα ενωθούν μ’ αυτήν (τη θεία
φύση), για να είναι ο Θεός το παν για τα πάντα, όπως λέει ο Απόστολος.
»Αυτά τα λόγια, νομίζω, πιστοποιούν τη σκέψη που είχαμε εκθέσει
προηγούμενα και λέει, ότι ο Θεός θα γίνει τα πάντα και θα είναι σε όλα.
Διότι, η παρούσα ζωή βιώνεται με πολλούς και διάφορους τρόπους και είναι
πολλά αυτά στα οποία μετέχουμε, όπως ο χρόνος, ο αέρας και ο τόπος,
η βρώση και πόση, τα σκεπάσματα, ο ήλιος, το λυχνάρι και άλλα πολλά
απαραίτητα για τη ζωή των πολλών, από τα οποία όμως κανένα δεν είναι ο
Θεός. Αντίθετα, η προσδοκώμενη μακαριότητα (της αιώνιας ζωής) δεν έχει
ανάγκη από τίποτε, διότι θα τα αντικαταστήσει όλα για χάρη μας η θεία φύση,
επιμερίζοντας κατάλληλα τον εαυτό της, για να καλύψει κάθε ανάγκη της ζωής
εκείνης.
»Και αυτό το βεβαιώνουν τα λόγια της Αγίας Γραφής, ότι δηλαδή ο Θεός
γίνεται για τους αξίους και τόπος, και οικία, και ένδυμα, και τροφή, και πόση,
και φως, και πλούτος, και βασιλεία, και κάθε έννοια και όνομα απ’ όσα
συναπαρτίζουν την αγαθή (αιώνια) ζωή μας. Και Αυτός που γίνεται τα πάντα,
θα είναι και σε όλα. Μ’ αυτή τη φράση, μου φαίνεται, η Γραφή εννοεί την
ολοκληρωτική εξαφάνιση της κακίας. Διότι, εάν ο Θεός θα είναι σε όλα τα
όντα, τότε η κακία δεν μπορεί να βρίσκεται σ’ αυτά. Εάν κανείς υποθέσει ότι
και εκείνη βρίσκεται εκεί, τότε πώς θα σωθούν (τα όντα) από το Θεό που
βρίσκεται σε όλα αυτά; Διότι, η εξαίρεση εκείνης (να βρίσκεται και η κακία
στα όντα), κάνει ελλιπή την συμπερίληψη όλων των όντων (στο Θεό).
Αυτός που θα είναι σε όλα, δεν θα είναι στα μη όντα (κακία).
65. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Τί, λοιπόν, ρώτησα, πρέπει να λέω σ’ εκείνους που συμπεριφέρονται με
γογγυσμό στις συμφορές;».
ΜΑΚΡΙΝΑ
«Θα τους πούμε, απάντησε η δασκάλα, ότι μάταια δυσανασχετείτε,
φίλοι μας,και παραπονείσθε για τη σειρά της αναγκαίας ροής
των πραγμάτων (στη ζωή)· αγνοείτε το σκοπό τον οποίο
εξυπηρετεί το κάθετι στο σύμπαν, ότι δηλαδή όλα, ακολουθώντας κάποια τάξη
και συνέπεια σύμφωνα με το σχέδιο του σοφού καθοδηγητή, πρέπει να
οικειωθούν τη θεία φύση. Γι’ αυτό το σκοπό δημιουργήθηκε η λογική φύση,
για να μη μένει ανεκμετάλλευτος ο πλούτος των θείων αγαθών. Αλλά είναι,
σαν να κατασκεύασε η θεία Σοφία, που έφτιαξε τα πάντα, τα δοχεία των ψυχών
ως αγγεία προαιρετικά, στα οποία υπάρχει χώρος για να δεχτούν τα αγαθά· και
ο οποίος (χώρος) συνέχεια αυξάνει με την προσθήκη εισερχομένων αγαθών.
»Τέτοια είναι η μετοχή στα αγαθά του Θεού, ώστε αυτόν που μετέχει να τον
καθιστά μεγαλύτερο και πιο δεκτικό· προσθέτει δύναμη και μέγεθος σ’ αυτόν
που τα δέχεται (τα αγαθά), με αποτέλεσμα να αυξάνεται αυτός που τρέφεται
μ’ αυτά και να μην σταματά ποτέ η αύξηση. Διότι, καθώς η πηγή των αγαθών
είναι αστείρευτη, η φύση του μετέχοντος σ’ αυτά, επειδή τίποτε απ’ όσα
λαμβάνει δεν είναι σκουπίδι και άχρηστο και όλο όσο εισέρχεται
προστίθεται στο μέγεθος του, γίνεται πιο ελκυστική για το αγαθό
και περισσότερο ευρύχωρη. Διότι και τα δύο ενισχύονται
το ένα από το άλλο: και η δύναμη που τρέφεται με την αφθονία
των αγαθών συντελεί στην αύξηση, και η χορηγία που τρέφει μεγαλώνει κι
αυτή μαζί με την επίδοση των μετεχόντων που αυξάνουν. Και είναι εύλογο να
φτάσει σε τέτοιο μέγεθος (η φύση μας), επειδή δεν υπάρχει κανένα όριο να
σταματήσει την αύξησή της.
66
»Αφού, λοιπόν, υπάρχουν μπροστά μας τέτοια αγαθά, αγανακτείτε για την
πορεία που έχει χαραχθεί στη φύση μας, για να βαδίσει προς το σκοπό της;
Διότι, δεν υπάρχει άλλος δρόμος να βαδίσουμε προς εκείνα (τα αγαθά), αν
αυτό το βάρος μας, εννοώ το βαρύ και γήϊνο φορτίο μας, δεν ξεφορτωθεί
από την ψυχή μας· κι αν δεν καθαρθούμε με μεγαλύτερη επιμέλεια από την
προσκόλλησή μας σ’ αυτό, που την αποκτήσαμε στην παρούσα ζωή,ώστε με
την καθαρότητα να μπορέσουμε να πλησιάσουμε στο όμοιό μας (Θεό).
»Εάν πάλι είσαι πολύ δεμένος με το σώμα αυτό και σε στενοχωρεί ο χωρισμός
από το αγαπημένο σου, μην απελπίζεσαι γι’ αυτό. Διότι θα δεις
αυτό το σωματικό περίβλημα, που τώρα το διαλύει ο θάνατος,
να υφαίνεται πάλι με τα ίδια υλικά· όχι βέβαια για να δώσι την ίδια παχιά και
βαρειά μορφή, αλλά με κλώσιμο του νήματος για να υφάνει πιο λεπτή και
αέρινη μορφή. Έτσι, και θα είναι κοντά σου το αγαπημένο (σώμα) και θα έχει
αποκαταστασθεί αυτό σε καλύτερη και ωραιότερη ομορφιά».
67. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Αλλά μου φαίνεται, είπα, ότι κατά κάποιο τρόπο η συζήτησή μας κύλησε
σιγά σιγά προς το δόγμα της αναστάσεως. Και νομίζω ότι από τη διδασκαλία
των Γραφών αυτό αποδεικνύεται αληθινό και παραδεκτό, ώστε κανείς να μην
αμφιβάλλει. Επειδή, όμως, η αδυναμία του νου του ανθρώπου αναζητεί
περισσότερο, για να πιστέψει, λογικά επιχειρήματα, θα ήταν καλό να μην
αφήσουμε ανεξέταστο κι αυτό το θέμα. Ας σκεφθούμε, λοιπόν, τί πρέπει να
πούμε γι’ αυτό».
68. ΜΑΚΡΙΝΑ
Και η δασκάλα είπε: «Οι στοχαστές όχι της δικής μας φιλοσοφίας διατύπωσαν
ο καθένας διαφορετική θεωρία για κάποιο μέρος του δόγματος της αναστάσεως·
οι θεωρίες τους ούτε συμφωνούν ακριβώς με τη δική μας ούτε όμως
απομακρύνονται τελείως από μια τέτοια ελπίδα (της αναστάσεως). Διότι
ορισμένοι εξευτελίζουν την ανθρώπινη φύση, καθώς παραδέχονται ότι η ίδια
ψυχή πότε ανήκει σε άνθρωπο και πότε σε άλογο ζώο· μετασαρκώνεται και
κάθε φορά μεταβαίνει από το σώμα του ανθρώπου σ’ αυτό που της αρέσει, είτε
(στο σώμα) πτηνού ή θαλάσσιου ζώου ή ζώου της ξηράς· και στο τέλος μετά
απ’ αυτά, επανέρχεται στην ανθρώπινη φύση. Άλλοι πάλι επεκτείνουν αυτή
την ανόητη πίστη μέχρι και τους θάμνους· θεωρούν ότι και η ζωή των δένδρων
είναι κατάλληλη και ταιριαστή γι’ αυτήν (τη μετενσάρκωση).
»Άλλοι τέλος νομίζουν ότι αυτό (μετενσάρκωση) γίνεται μόνον από άνθρωπο
σε άνθρωπο· έτσι ώστε ο βίος των ανθρώπων να συνεχίζεται πάντοτε από τις
ίδιες ψυχές, οι οποίες συνεχώς εισέρχονται τώρα σ’ αυτά τα σώματα και
κατόπιν σε άλλα. Εμείς όμως, ξεκινώντας από την πίστη της Εκκλησίας,
ισχυριζόμαστε ότι είναι καλό να δεχθούμε από τις αντιλήψεις των μη
χριστιανών φιλοσόφων τόσο μόνο, ώστε να δείξουμε ότι συμφωνούν κι αυτοί
κατά κάποιο τρόπο με το δόγμα της αναστάσεως. Καθώς, το να λένε αυτοί ότι,
μετά τη διάλυση του σώματος, εισέρχεται πάλι η ψυχή σε άλλα σώματα,
δεν αντίκειται πολύ από την δική μας ελπιζόμενη ανάσταση. Διότι και η δική
διδασκαλία λέει ότι το σώμα συνίσταται, και τώρα και μετά απ’ αυτή τη ζωή,
από τα στοιχεία του κόσμου.
69
»Και συμφωνεί με τους εκτός χριστιανισμού σοφούς. Διότι δεν μπορούν να
επινοήσουν άλλο τρόπο συστάσεως της φύσεως του σώματος εκτός από τη
συνδρομή των στοιχείων. Η διαφορά μας είναι τόση, όσο λέμε εμείς ότι το ίδιο
σώμα συγκροτείται πάλι γύρω από την ψυχή και αποτελείται από τα ίδια
στοιχεία. Εκείνοι βέβαια πιστεύουν ότι η ψυχή ξεπέφτει σε κάποια άλλα
σώματα, είτε λογικά είτε άλογα είτε χωρίς αισθήσεις. Παραδέχονται ότι τα
σώματα συνίστανται από τα στοιχεία του κόσμου, αλλά διαφωνούν στο ότι δεν
πιστεύουν ότι τα (αναστημένα) σώματα γίνονται πάλι από τα ίδια στοιχεία που
ενώθηκαν με την ψυχή στην επίγεια ζωή. Επομένως, το ότι δεν είναι
απίθανο να εισέλθει η ψυχή πάλι στο σώμα, το βεβαιώνει η κοσμική
φιλοσοφία. Και τώρα είναι καιρός να διαλύσουμε το ασύστατο της δικής τους
πίστεως και να φανερώσουμε την αλήθεια, όσο είναι δυνατόν, με τα
επιχειρήματα που προκύπτουν εύλογα από τη συνέχεια της συζητήσεώς μας.
70
»Ποιά είναι, λοιπόν, τα επιχειρήματά μας γι’ αυτό; Εκείνοι που τοποθετούν την
ψυχή σε διάφορα σώματα, μου φαίνεται ότι συγχέουν τις φυσικές ιδιότητες.
Αναμειγνύουν και μπερδεύουν όλα τις ιδιότητες μεταξύ τους, την αλογία, τη
λογικό, τις αισθήσεις, την έλλειψη αισθήσεων· εφόσον αυτές ανακατεύονται
η μία με την άλλη, δεν ταξινομούνται μεταξύ τους σύμφωνα με κάποια φυσική
σειρά.
Διότι, δέχονται ότι πρώτα η ψυχή, με την περιβολή του τάδε μορφής σώματος,
γίνεται λογική και έχει νου· στη συνέχεια όμως, ζει στις φωλιές των
ερπετών ή ζει στην αγέλη αρπακτικών ή γίνεται ζώο αχθοφόρο
ή σαρκοβόρο ή θαλάσσιο· ή πέφτει στην κατάσταση αυτών που δεν έχουν
αισθήσεις, δηλαδή φυτό με ρίζες ή χωρίς αυτές, ή βλαστός που βγάζει
κλαδιά κι απ’ αυτά βγαίνουν άνθη ή αγκάθια ή καρπός καλός
ή δηλητηριώδης· όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά ότι όλα
ταυτίζονται και ότι όλα τα όντα έχουν μία φύση που βρίσκεται σε κατάσταση
συγχύσεως και αδιάκριτης κοινωνίας με τον εαυτό της, αφού καμιά ιδιότητα
της δεν ξεχωρίζει το ένα ον από το άλλο.
Site menu