Ψαλ. 77,31         καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀνέβη ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἀπέκτεινεν ἐν τοῖς πλείοσιν αὐτῶν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ Ἰσραὴλ συνεπόδισεν.

Ψαλ. 77,31                η οργή του Θεού εξέσπασε, δια την αχαριστίαν των, εναντίον αυτών και εθανάτωσε πάρα πολλούς από αυτούς. Και αυτούς ακόμη τους επισήμους άνδρας των Ισραηλιτών τους έρριψε κάτω νεκρούς.

Ψαλ. 77,32         ἐν πᾶσι τούτοις ἥμαρτον ἔτι καὶ οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ,

Ψαλ. 77,32               Παρ' όλας όμως τας ευεργεσίας και τας τιμωρίας αυτάς του Θεού, εξακολουθούσαν ακόμη οι Ισραηλίται να αμαρτάνουν, και δεν επίστευσαν εις αυτόν, μολονότι έβλεπαν τα θαυμάσια έργα του.

Ψαλ. 77,33         καὶ ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν καὶ τὰ ἔτη αὐτῶν μετὰ σπουδῆς.

Ψαλ. 77,33               Επέρασαν ματαίως και ασκόπως τας ημέρας των. Πολύ γρήγορα έφυγαν, χωρίς κανένα καρπόν αρετής, τα έτη της ζωής των.

Ψαλ. 77,34         ὅταν ἀπέκτεινεν αὐτούς, τότε ἐξεζήτουν αὐτὸν καὶ ἐπέστρεφον καὶ ὤρθριζον πρὸς τὸν Θεὸν

Ψαλ. 77,34               Οταν ο Κυριος τους παρέδιδεν εις θάνατον, προς τιμωρίαν και παιδαγωγίαν, τότε εζητούσαν αυτόν με ζήλον, επέστρεφαν εις αυτόν και από τον βαθύν όρθρον κατέφευγαν προς αυτόν δια της προσευχής.

Ψαλ. 77,35         καὶ ἐμνήσθησαν ὅτι ὁ Θεὸς βοηθὸς αὐτῶν ἐστι καὶ ὁ Θεὸς ὁ Ὕψιστος λυτρωτὴς αὐτῶν ἐστι.

Ψαλ. 77,35               Τοτε ενεθυμούντο, ότι ο Θεός είναι ο παντοδύναμος βοηθός των, ότι ο Θεός ο Υψιστος είναι ο ελευθερωτής και σωτήρ των.

Ψαλ. 77,36         καὶ ἠγάπησαν αὐτὸν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τῇ γλώσσῃ αὐτῶν ἐψεύσαντο αὐτῷ,

Ψαλ. 77,36               Αλλά τον ηγάπησαν επιφανειακώς, μόνον με το στόμα των, ενώ με τα λόγια των και με την άλλην συμπεριφοράν των εψεύσθησαν απεναντί του, εφέρθησαν ανειλικρινώς.

Ψαλ. 77,37         ἡ δὲ καρδία αὐτῶν οὐκ εὐθεῖα μετ᾿ αὐτοῦ, οὐδὲ ἐπιστώθησαν ἐν τῇ διαθήκῃ αὐτοῦ.

Ψαλ. 77,37               Διότι η καρδία των δεν ήτο ευθεία απέναντι του Θεού και δεν εφάνησαν πιστοί εις τας υποχρεώσεις, που ανέλαβαν δια της Διαθήκης απέναντι του Θεού.

Ψαλ. 77,38         αὐτὸς δέ ἐστιν οἰκτίρμων καὶ ἱλάσκεται ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν καὶ οὐ διαφθερεῖ καὶ πληθυνεῖ τοῦ ἀποστρέψαι τὸν θυμὸν αὐτοῦ καὶ οὐχὶ ἐκκαύσει πᾶσαν τὴν ὀργὴν αὐτοῦ.

Ψαλ. 77,38               Ο Θεός όμως είναι ελεήμων και έδειχνε το έλεός του εις τας αμαρτίας αυτών. Δεν ηθέλησε να τους καταστρέψη. Εις πολυαρίθμους περιστάσεις ανέστειλε και απεμάκρυνε τον θυμόν του· δεν αφήκε να ανάψη και να εκσπάση όλη η οργή του εναντίον των.

Ψαλ. 77,39         καὶ ἐμνήσθη ὅτι σάρξ εἰσι, πνεῦμα πορευόμενον καὶ οὐκ ἐπιστρέφον.

Ψαλ. 77,39               Είχεν υπ' όψιν του ο Κυριος, ότι αυτοί οι αμαρτάνοντες ήσαν αδύνατες σάρκες, πνοή ανέμου περαστική, η οποία δεν επιστρέφει πάλιν.

Ψαλ. 77,40         ποσάκις παρεπίκραναν αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, παρώργισαν αὐτὸν ἐν γῇ ἀνύδρῳ;

Ψαλ. 77,40               Ποσες και πόσες φορές τον επίκραναν πολύ εις την έρημον, τον εξώργισαν εις τόπον άνυδρον!

Ψαλ. 77,41         καὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἐπείρασαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραὴλ παρώξυναν.

Ψαλ. 77,41               Και εις άλλας περιπτώσεις εστράφησαν, δια να απομακρυνθούν από αυτόν. Εθεσαν υπό δοκιμασίαν και πειρασμόν τυν Θεόν των· εξώργισαν τον άγιον αυτόν Κυριον του ισραηλιτικού λαού.

Ψαλ. 77,42         καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν τῆς χειρὸς αὐτοῦ, ἡμέρας, ἧς ἐλυτρώσατο αὐτοὺς ἐκ χειρὸς θλίβοντος,

Ψαλ. 77,42               Δεν ενεθυμήθησαν την παντοδύναμον και στοργικήν δι' αυτούς δεξιάν του, με την οποίαν κατά την ιστορικήν εκείνην ημέραν τους εγλύτωσεν από τα χέρια του καταθλίβοντος αυτούς Φαραώ.

Ψαλ. 77,43         ὡς ἔθετο ἐν Αἰγύπτῳ τὰ σημεῖα αὐτοῦ καὶ τὰ τέρατα αὐτοῦ ἐν πεδίῳ Τάνεως.

Ψαλ. 77,43               Ελησμόνησαν, πως ο Θεός εις την Αίγυπτον έδειξε τα καταπληκτικά σημεία, που εμαρτυρούσαν την παντοδυναμίαν του, τα τεράστια πρωτοφανή έργα που είχε κάμει εις την πεδιάδα Τανεως και τα οποία εγέμισαν φόβον και τρόμον τους Αιγυπτίους.

Ψαλ. 77,44         καὶ μετέστρεψεν εἰς αἷμα τοὺς ποταμοὺς αὐτῶν καὶ τὰ ὀμβρήματα αὐτῶν, ὅπως μὴ πίωσιν·

Ψαλ. 77,44               Ελησμόνησαν, ότι ο Κυριος μετέβαλε το ύδωρ των ποταμών εις αίμα, όπως επίσης και τα βρόχινα νερά των δεξαμενών των δια να μη ημπορούν να πίουν οι Αιγύπτιοι.

Ψαλ. 77,45         ἐξαπέστειλεν εἰς αὐτοὺς κυνόμυιαν, καὶ κατέφαγεν αὐτούς, καὶ βάτραχον, καὶ διέφθειρεν αὐτούς·

Ψαλ. 77,45               Ο Κυριος εξαπέστειλεν επίσης εναντίον των Αιγυπτίων κυνόμυιαν, η οποία τους κατέφαγε, και βατράχους οι οποίοι μετέδωσαν εις αυτούς φθοροποιούς και μολυσματικάς ασθενείας.

Ψαλ. 77,46         καὶ ἔδωκε τῇ ἐρυσίβῃ τοὺς καρποὺς αὐτῶν καὶ τοὺς πόνους αὐτῶν τῇ ἀκρίδι·

Ψαλ. 77,46               Παρέδωκεν εις την σκωρίασιν τους καρπούς των αγρών των, και τους κόπους των καλλιεργημένων αγρών των εις τας ακρίδας.

Ψαλ. 77,47         ἀπέκτεινεν ἐν χαλάζῃ τὴν ἄμπελον αὐτῶν καὶ τὰς συκαμίνους αὐτῶν ἐν τῇ πάχνῃ·

Ψαλ. 77,47               Κατέστρεψε τα αμπέλια των με χάλαζαν και τας συκομορέας των με παγωνιά.

Ψαλ. 77,48         καὶ παρέδωκεν εἰς χάλαζαν τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ τὴν ὕπαρξιν αὐτῶν τῷ πυρί·

Ψαλ. 77,48               Παρέδωκεν εις καταστρεπτικήν θανατηφόρον χάλαζαν τα ζώα των και την υπόλοιπον περιουσίαν των παρέδωσεν στο πυρ των κεραυνών του.

Ψαλ. 77,49         ἐξαπέστειλεν εἰς αὐτοὺς ὀργὴν θυμοῦ αὐτοῦ, θυμὸν καὶ ὀργὴν καὶ θλῖψιν, ἀποστολὴν δι᾿ ἀγγέλων πονηρῶν.

Ψαλ. 77,49               Εξαπέλυσεν εναντίον των την τιμωρόν οργήν της αγανακτήσεώς του, θυμόν και οργήν και θλίψιν, δεινά φοβερά, τα οποία έστειλε με εξολοθρευτάς αγγέλους.

Ψαλ. 77,50         ὡδοποίησε τρίβον τῇ ὀργῇ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐφείσατο ἀπὸ θανάτου τῶν ψυχῶν αὐτῶν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν εἰς θάνατον συνέκλεισε

Ψαλ. 77,50               Αφήκε να εκδηλωθή ασυγκράτητος η οργή του, δεν ελυπήθη την ζωήν των και δεν επροφύλαξεν αυτούς από τον θάνατον και αυτά ακόμη τα κατοικίδια ζώα των τα συνέκλεισεν μέσα εις τας παγίδας του θανάτου και της καταστροφής.

Ψαλ. 77,51         καὶ ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπαρχὴν παντὸς πόνου αὐτῶν ἐν τοῖς σκηνώμασι Χάμ,

Ψαλ. 77,51                Εκτύπησε με θάνατον όλα τα πρωτότοκα της γης Αιγύπτου· αυτά που αποτελούν την απαρχήν των πόνων της τεκνοποιΐας στους οίκους των Αιγυπτίων, των απογόνων αυτών του Χαμ.

Ψαλ. 77,52         καὶ ἀπῇρεν ὡς πρόβατα τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἀνήγαγεν αὐτοὺς ὡσεὶ ποίμνιον ἐν ἐρήμῳ

Ψαλ. 77,52               Ανέλαβε δε ο Κυριος ως στοργικός ποιμήν τον ισραηλιτικόν λαόν, ωσάν πρόβατά του, και τα ωδήγησεν ως ιδικόν του ποίμνιον δια μέσου της ερήμου.

Ψαλ. 77,53         καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐπ᾿ ἐλπίδι, καὶ οὐκ ἐδειλίασαν, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν ἐκάλυψε θάλασσα.

Ψαλ. 77,53               Αυτός τους ωδήγησε, τους ενέπνευσεν ελπίδα και θάρρος, ώστε εκείνοι δεν εδειλίασαν κατά την διάβασιν της Ερυθράς Θαλάσσης. Τους δε εχθρούς των τους εσκέπασε και τους έπνιζεν η θάλασσα.

Ψαλ. 77,54         καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς ὄρος ἁγιάσματος αὐτοῦ, ὄρος τοῦτο, ὃ ἐκτήσατο ἡ δεξιὰ αὐτοῦ,

Ψαλ. 77,54               Τους εισήγαγε κατόπιν εις την γην της Επαγγελίας, εις την οποίαν υψώνεται το όρος Σιών το άγιον, προς λατρείαν αυτού, το όρος αυτό το οποίον κατέκτησεν η παντοδύναμος δεξιά του.

Ψαλ. 77,55         καὶ ἐξέβαλεν ἀπὸ προσώπου αὐτῶν ἔθνη καὶ ἐκληροδότησεν αὐτοὺς ἐν σχοινίῳ κληροδοσίας καὶ κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ.

Ψαλ. 77,55               Εδιωξε εμπρός από αυτούς τα ειδωλολατρικά έθνη και εμοίρασε την χώραν εκείνων εις αυτούς με σχοινί καταμετρήσεως· και εκεί όπου προηγουμένως κατοικούσαν οι λαοί εκείνοι, εγκατέστησε τας φυλάς του Ισραήλ.

Ψαλ. 77,56         καὶ ἐπείρασαν καὶ παρεπίκραναν τὸν Θεὸν τὸν Ὕψιστον καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ οὐκ ἐφυλάξαντο

Ψαλ. 77,56               Αυτοί όμως έθεσαν υπό δοκιμασίαν τον Θεόν, παρεπίκραναν και εξώργισαν τον Υψιστον, και τας εντολάς αυτού δεν ετήρησαν.

Ψαλ. 77,57         καὶ ἀπέστρεψαν καὶ ἠθέτησαν, καθὼς καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν, μετεστράφησαν εἰς τόξον στρεβλὸν

Ψαλ. 77,57               Απεμακρύνθησαν από αυτόν, ηρνήθησαν και παρέβησαν τας εντολάς του, όπως και οι πρόγονοί των, και έγιναν ωσάν το στρεβλόν τόξον, που δεν ρίπτει με ευθυβολίαν.

Ψαλ. 77,58         καὶ παρώργισαν αὐτὸν ἐν τοῖς βουνοῖς αὐτῶν, καὶ ἐν τοῖς γλυπτοῖς αὐτῶν παρεζήλωσαν αὐτόν.

Ψαλ. 77,58               Τον εξώργισαν με την ειδωλολατρείαν των επάνω εις τα όρη. Προεκάλεσαν την ζηλοτυπίαν του με τα γλυπτά είδωλα, που ελάτρευαν εκεί.

Ψαλ. 77,59         ἤκουσεν ὁ Θεὸς καὶ ὑπερεῖδε καὶ ἐξουδένωσε σφόδρα τὸν Ἰσραήλ.

Ψαλ. 77,59               Ο Κυριος ήκουσε τας ειδωλολατρικάς αυτών προαευχάς, απέστρεψεν από αυτούς το βλέμμα του, δια να μη τους βλέπη, και παρέδωσεν εις εξουθένωσαν και καταφρόνησιν μεγάλην τον ισραηλιτικόν λαόν.

Ψαλ. 77,60         καὶ ἀπώσατο τὴν σκηνὴν Σιλώμ, σκήνωμα, ὃ κατεσκήνωσεν ἐν ἀνθρώποις.

Ψαλ. 77,60               Απώθησε και εστέρησε την πόλιν Σηλώμ από την προστασίαν του, την οποίαν πόλιν ο ίδιος είχεν εκλέξει, δια να εγκατασταθή μεταξύ των ανθρώπων η Σκηνή του Μαρτυρίου του.

Ψαλ. 77,61         καὶ παρέδωκεν εἰς αἰχμαλωσίαν τὴν ἰσχὺν αὐτῶν καὶ τὴν καλλονὴν αὐτῶν εἰς χεῖρας ἐχθρῶν

Ψαλ. 77,61               Παρέδωσεν εις τα χέρια των εχθρών των, στους Φιλισταίους, την δύναμίν των, όπως επίσης και το λαμπρόν των στόλισμα, δηλαδή την Κιβωτόν του Μαρτυρίου.

Ψαλ. 77,62         καὶ συνέκλεισεν ἐν ῥομφαίᾳ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ ὑπερεῖδε.

Ψαλ. 77,62               Αφήκε να περικυκλωθή ο λαός του από εχθρούς, οι οποίοι εκρατούσαν γυμνήν την ρομφαίαν, και εγύρισεν αλλού το βλέμμα του, όταν αυτοί, η περίφημος κληρονομία του, εσφάζοντο.

Ψαλ. 77,63         τοὺς νεανίσκους αὐτῶν κατέφαγε πῦρ, καὶ αἱ παρθένοι αὐτῶν οὐκ ἐπενθήθησαν·

Ψαλ. 77,63               Τους νεαρούς υιούς των κατέφαγε το πυρ του πολέμου, τας θυγατέρας δε παρθένους των, όταν ωδηγούντο εις αιχμαλωσίαν και εξευτελισμόν, δεν ευρέθη κανείς να τας πενθήση.

Ψαλ. 77,64         οἱ ἱερεῖς αὐτῶν ἐν ῥομφαίᾳ ἔπεσον, καὶ αἱ χῆραι αὐτῶν οὐ κλαυθήσονται.

Ψαλ. 77,64               Οι ιερείς των έπεσαν εν στόματι ρομφαίας, και τας χήρας των σφαγιασθέντων ανδρών δεν ευρέθη κανείς να τας παρηγορήση και να κλαύση μαζή των.

Ψαλ. 77,65         καὶ ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν Κύριος, ὡς δυνατὸς κεκραιπαληκὼς ἐξ οἴνου,

Ψαλ. 77,65               Αλλά ο μακρόθυμος Κυριος ηγέρθη από την φαινομενικήν απραξίαν του, όπως εγείρεται ο εξυπνών από τον ύπνον του, όπως ο γίγας που συνέρχεται από την μέθην του.

Ψαλ. 77,66         καὶ ἐπάταξε τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω, ὄνειδος αἰώνιον ἔδωκεν αὐτοῖς.

Ψαλ. 77,66               Και εκτύπησε τους εχθρούς του, τους έτρεψε πανικόβλητους εις φυγήν και έδωκεν εις αυτούς αιωνίαν καταισχύνην με την ταπεινωτικήν ήτταν των.

Ψαλ. 77,67         καὶ ἀπώσατο τὸ σκήνωμα Ἰωσὴφ καὶ τὴν φυλὴν Ἐφραὶμ οὐκ ἐξελέξατο·

Ψαλ. 77,67               Αλλά και απεμάκρυνεν από την προστασίαν του τους απογόνους του Ιωσήφ, έπαυσε να έχη ως εκλεκτήν ηγεμονεύουσαν φυλήν τους Εφραιμίτας.

Ψαλ. 77,68         καὶ ἐξελέξατο τὴν φυλὴν Ἰούδα, τὸ ὄρος τὸ Σιών, ὃ ἠγάπησε,

Ψαλ. 77,68               Αλλά εξέλεξεν ως άρχουσαν φυλήν την φυλήν του Ιούδα και ως τόπον ιερόν του το όρος Σιών, το οποίον ιδιαιτέρως ηγάπησεν.

Ψαλ. 77,69         καὶ ᾠκοδόμησεν ὡς μονοκέρωτος τὸ ἁγίασμα αὐτοῦ, ἐν τῇ γῇ ἐθεμελίωσεν αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα.

Ψαλ. 77,69               Εκεί ηυδόκησεν ο Κυριος και οικοδομήθη το θυσιαστήριόν του, ισχυρότατον όπως ο μονόκερως. Εις την γην της Παλαιστίνης εστερέωσεν αιωνίαν την φυλήν του Ιούδα.

Ψαλ. 77,70         καὶ ἐξελέξατο Δαυΐδ τὸν δοῦλον αὐτοῦ καὶ ἀνέλαβεν αὐτὸν ἐκ τῶν ποιμνίων τῶν προβάτων,

Ψαλ. 77,70               Ο Κυριος εξέλεξεν ως βασιλέα τον δούλον του Δαυίδ και τον επήρεν από τα κοπάδια των προβάτων.

Ψαλ. 77,71         ἐξόπισθεν τῶν λοχευομένων ἔλαβεν αὐτόν ποιμαίνειν Ἰακὼβ τὸν δοῦλον αὐτοῦ καὶ Ἰσραὴλ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ

Ψαλ. 77,71                Τον επήρεν από εκεί, που ακολουθούσε τα ετοιμόγεννα πρόβατα, και τον έβαλε να κυβερνά και να καθοδηγή τους δούλους του, τους απογόνους του Ιακώβ, τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είναι ιδική του κληρονομία.

Ψαλ. 77,72         καὶ ἐποίμανεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἀκακίᾳ τῆς καρδίας αὐτοῦ, καὶ ἐν τῇ συνέσει τῶν χειρῶν αὐτοῦ ὡδήγησεν αὐτούς.

Ψαλ. 77,72               Ο Δαυίδ εκυβέρνησε πράγματι αυτούς με άδολον καρδίαν και τους καθωδήγησεν στον δρόμον του Θεού και της ασφαλείας με τα πλήρη συνέσεως έργα του.