31
»Επομένως, εάν κανείς χρησιμοποιήσει αυτές (τις δυνάμεις) όπως πρέπει: εάν
δηλαδή αυτός κυριαρχεί σ’ εκείνες κι όχι εκείνες σ’ αυτόν· και αν τις
χρησιμοποιεί σαν συνεργούς, όπως ο βασιλιάς την εργασία των υπηκόων του,
εύκολα θα πετύχει εκείνο που επιδιώκει η αρετή.
»Εάν όμως υποδουλωθεί σ’ αυτές, όπως οι δούλοι επαναστάτησαν εναντίον
του κυρίου τους, και αιχμαλωτισθεί υποκύπτοντας υποτιμητικά στις επιθυμίες
των δούλων και γίνει υποχείριο εκείνων που είναι από τη φύση στις διαταγές
του, τότε αναγκαστικά θα ξεπέσει προς τα εκεί που θα τον εκβιάζει
η εντολή αυτών που θα τον υποτάξουν.
»Εάν αυτή είναι κατάσταση αυτών, δεν θεωρούμε καθ’ εαυτές μήτε αρετή
μήτε κακία αυτές τις δυνάμεις της ψυχής που βρίσκονται κάτω από την εξουσία
όσων τις χρησιμοποιούν για να ενεργούν ή καλά ή άσχημα. Όταν η κίνησή τους
χρησιμοποιείται για το καλύτερο, γίνεται αντικείμενο επαίνων· όπως συνέβη
με την επιθυμία στο Δανιήλ, με το θυμό στο Φινεές και με τη λύπη σ’ εκείνον
που πενθεί κατά Θεόν. Εάν όμως η ορμή χρησιμοποιείται προς το χειρότερο,
τότε οι κινήσεις αυτές γίνονται και λέγονται πάθη».
32. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
Ενώ έλεγε αυτά, μόλις διέκοψε για λίγο το λόγο της,
εγώ συγκέντρωσα το νου μου σε όσα ειπώθηκαν
και έφερα τη σκέψη μου στην προηγούμενη συζήτηση, στην οποία είχε
υποστηριχθεί ότι είναι δυνατόν η ψυχή, όταν διαλυθεί το σώμα,
να παραμένει στα στοιχεία του σώματος.
Και ρώτησα τότε τη δασκάλα: «Πού είναι εκείνο το πολυθρύλλητο όνομα
του Άδη; Το όνομα που αναφέρεται πολλές φορές και στην καθημερινότητα
της ζωής και στα συγγράμματα της κοσμικής και χριστιανικής παιδείας; Και
στον οποίο όλοι νομίζουν ότι οι ψυχές από εδώ μεταφέρονται σαν δοχείο;
Δεν πιστεύω να έλεγες, βέβαια, "άδη" τα στοιχεία του σώματος!».
33. ΜΑΚΡΙΝΑ
Και η δασκάλα μου απάντησε: «Είναι φανερό ότι δεν πρόσεξες πολύ όσα είπα.
Διότι όταν αναφέρθηκα στην μετάσταση της ψυχής από τα ορατά στα αιώνια,
νομίζω ότι δεν παρέλειψα τίποτε σχετικό με το ζήτημα του άδη.
Διότι, το όνομα αυτό του άδη, στον οποίο λένε ότι πηγαίνουν οι ψυχές, τίποτε
άλλο δεν μου φαίνεται ότι σημαίνει, τόσο στην κοσμική σοφία όσο και στην
Αγία Γραφή, παρά την αναχώρηση της ψυχής για το αιώνιο και αόρατο».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Και πώς, ρώτησα, ορισμένοι πιστεύουν ότι ονομάζεται έτσι εκείνος ο υπόγειος
χώρος που φιλοξενεί τις ψυχές τους; Και ότι μοιάζει σαν τόπος κατάλληλος
να δέχεται τραβώντας προς τον εαυτό του τις ψυχές που ήδη έφυγαν
από τη ζωή των ανθρώπων».
34. ΜΑΚΡΙΝΑ
Απάντησε η δασκάλα: «Σε τίποτε το δόγμα μας δεν θα βλαφτεί από μια τέτοια
άποψη. Διότι, εάν είναι αλήθεια εκείνο που είπες, ότι δηλαδή ο ουράνιος
πόλος είναι συνεχής καθ’ εαυτόν και αδιάσπαστος και με τον κύκλο του
περικλείει τα πάντα και ότι στο μέσον αιωρείται η γη και οι δορυφόροι της
και ότι η κίνηση γενικά όλων των περιφερομένων γίνεται γύρω από το
σταθερό και πάγιο αυτό κέντρο· εάν συμβαίνουν όλα αυτά, υποχρεωτικά ό,τι
συμβαίνει στα στοιχεία που βρίσκονται στο πάνω μέρος της γης, αυτό πρέπει
να γίνεται και στο κάτω, αφού η μία και ίδια ουσία περιτρέχει κυκλικά όλο τον
όγκο της.
»Και όπως όταν ο ήλιος φανεί πάνω από τη γη, η σκιά του σχήματος της
σφαίρας του πέφτει στο κάτω μέρος της γης· διότι αυτό δεν είναι δυνατόν να
περιληφθεί ολόκληρο στον κύκλο της ακτίνας της γης· αλλά, ο ήλιος,
ο οποίος συγκεντρώνεται σ’ ένα σημείο, σε όποιο μέρος της γης
ρίχνει τις ακτίνες του, το διαμετρικά αντίθετο μέρος της γης
προς την άλλη πλευρά, θα είναι σκοτεινό.
Και έτσι, πάντοτε με την πορεία της ηλιακής ακτινοβολίας συμπορεύεται και
το σκοτάδι του μέρους εκείνου της γης που βρίσκεται αντίθετα στο φωτιζόμενο·
ώστε, εξίσου και το πάνω μέρος και το κάτω μέρος της γης, πότε βρίσκεται στο
φως και πότε στο σκοτάδι. Είναι, επομένως, εύλογο να μην αμφιβάλλουμε ότι
εκείνο που συμβαίνει στο ένα ημισφαίριο της γης, το ίδιο θα συμβαίνει και στο
άλλο.
»Αφού είναι μία η σύσταση των στοιχείων σε κάθε μέρος της γης,
νομίζω ότι δεν πρέπει ούτε να διαφωνούμε ούτε να συμφωνούμε
μ’ εκείνους που υποστηρίζουν ότι πρέπει να θεωρήσουμε ή το πάνω μέρος ή το
μέρω της γης ως τον τόπο όπου τοποθετούνται οι ψυχές μετά την φυγή από το
σώμα. Εφόσον η θεωρία αυτή δεν αντιτίθεται στην πίστη που προηγουμένως
είπαμε, ότι δηλαδή οι ψυχές υπάρχουν μετά το θάνατο, δεν θα διαφωνήσει η
δική μας επιχειρηματολογία για τον τόπο· διότι μόνον τα σώματα έχουν την
ιδιότητα να καταλαμβάνουν θέση στο χώρο. Η ψυχή είναι ασώματη και δεν
έχει καμιά ανάγκη από τη φύση της να εγκαθίσταται σε τόπους».
35. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Και τί θ’ απαντήσεις, ρώτησα, εάν ο αντιρρησίας παρουσιάσει τον Απόστολο
που λέει ότι όλη η λογική κτίση, όταν θ’ αποκατασταθούν τα πάντα, θ’
αποβλέπει σ’ εκείνον που θα κυριαρχεί σε όλα; Και μεταξύ των άλλων μάλιστα,
στην επιστολή στους Φιλιππησίους, μνημονεύει και κάποια κάτω μέρη της γης
(καταχθόνια), λέγοντας: "σ’ Αυτόν θα γονατίσουν (υποταχθούν) τα επουράνια,
τα επίγεια και τα καταχθόνια;"».
ΜΑΚΡΙΝΑ
«Εμείς, απάντησε η δασκάλα, θα επιμείνουμε στη διδασκαλία μας, κι αν ακόμη
ακούμε να λένε αυτά· διότι, για το ότι ζει η ψυχή μετά θάνατο, έχουμε
σύμφωνο και τον αντίπαλο· σχετικά πάλι με τον τόπο που πάει η ψυχή, όπως
είπαμε παραπάνω, δεν θα διαφωνήσουμε».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Και τί θα έλεγε κανείς, ρώτησα, σ’ εκείνους που επιθυμούν να μάθουν την
έννοια αυτής της αποστολικής φράσεως, ακόμη κι αν εσύ παραμερίζεις την
τοπική σημασία της λέξεως;».
36. ΜΑΚΡΙΝΑ
Εκείνη απάντησε: «Δεν νομίζω ότι ο θείος Απόστολος διακρίνει τοπικά τη
νοερή ουσία (της ψυχής) και ονομάζει ένα μέρος της επουράνιο, άλλο επίγειο
κι άλλο υπόγειο (καταχθόνιο). Αλλά το λέει, επειδή είναι τρεις οι καταστάσεις
της φύσεώς μας: στην αρχή εξασφαλίσαμε την ασώματη ζωή, που την
αποκαλούμε αγγελική· έπειτα, αυτήν που συμπλέκεται με τη σάρκα την
ονομάζουμε ανθρώπινη· και τέλος, αυτή που διαλύεται, μετά το θάνατο της
σάρκας.
»Νομίζω, λοιπόν, ότι ο θείος Απόστολος βλέπει, με τον πλούτο της σοφίας του,
αυτό που παρατηρείται στις ψυχές. Δηλώνει τη συμφωνία όλων των λογικών
όντων με το αγαθό, που θα γίνει στο μέλλον. Γι’ αυτό ονομάζει επουράνια την
αγγελική και ασώματη κατάσταση· επίγεια την κατάσταση που συμφύρεται με
το σώμα· και καταχθόνια αυτήν που ήδη έχει χωριστεί από το σώμα. Εάν πάλι,
εκτός απ’ όσα είπαμε, πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει κάποια άλλη λογική φύση,
είτε δαίμονες είτε πνεύματα είτε οτιδήποτε παρόμοιο όνομα θέλει κάποιος να
δώσει, δεν θα διαφωνήσουμε.
»Διότι, από την κοινή λογική και την παράδοση των Γραφών, πιστεύουμε ότι
υπάρχει κάποια άλλη φύση έξω από τα ανθρώπινα σώματα·
αυτή συμπεριφέρεται ενάντια στο καλό και προσπαθεί να βλάψει τους
ανθρώπους. Απομακρύνθηκε με τη θέλησή της από την καλύτερη κατάσταση.
Και με την απομάκρυνση από το καλό έγινε προσωποποίηση του εχθρικού
προς αυτό. Αυτήν ακριβώς τη φύση, λένε ότι, καταριθμεί στα καταχθόνια ο
Απόστολος. Με τη φράση του εκείνη εννοεί ότι, όταν κάποτε, με την πάροδο
πολλών αιώνων, εξαφανιστεί η κακία, τίποτε δεν θα μείνει μακριά από το
αγαθό. Τότε η ομολογία της κυριαρχικής εξουσίας του Χριστού θα γίνει και
από εκείνη (την εχθρική φύση) ομόφωνα.
»Ενώ, λοιπόν, έτσι είναι τα πράγματα, κανείς δεν μας υποχρεώνει με το όνομα
"καταχθόνια" να εννοούμε τον τόπο κάτω από τη γη (υπόγειο)· διότι ο αέρας
από παντού περιβάλλει τη γη και κανένα μέρος της γης δεν μένει έξω από το
περιβάλλον του».
37. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
Αφού ανάπτυξε αυτά η δασκάλα, διστάζοντας για λίγο, είπα:
«Δεν κατάλαβα καλά το ζήτημα· ακόμη η σκέψη μου έχει αμφιβολίες για όσα
είπες, και σε παρακαλώ πάλι η συζήτηση να επανέλθει στο ίδιο θέμα,
εκτός φυσικά από εκείνα που συμφωνήσαμε.
»Διότι νομίζω ότι, με όσα ειπώθηκαν, όσοι δεν είναι φανατικοί αντιρρησίες
θα πεισθούν ικανοποιητικά να μην οδηγούν την ψυχή σε καταστροφή και
ανυπαρξία, μετά τη διάλυση του σώματος· ούτε να θεωρούν ότι πουθενά, σε
κανένα ον, δεν μπορεί να βρίσκεται η ψυχή, διότι έχει διαφορετική ουσία από
την (υλική) ουσία των (σωματικών) στοιχείων. Επειδή, κι αν ακόμη αυτά δεν
έχουν νοερή και άϋλη φύση, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο το να βρίσκεται η
(νοερή φύση-ψυχή) μέσα σ’ αυτά·
»Η άποψή μας αυτή αποδεικνύεται από δύο γεγονότα: πρώτα από την παρούσα
ζωή· η ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα, αν και στην ουσία είναι κάτι άλλο από
την ουσία του σώματος· κι έπειτα, από το ότι η θεία φύση, όπως απέδειξε η
επιχειρηματολογία μας, αν και είναι κάτι άλλο από την αισθητική και υλική
φύση, όμως βρίσκεται σε καθένα από τα όντα και με την ανάμιξη μαζί τους τα
συγκρατεί στην ύπαρξη. Επομένως, σύμφωνα μ’ αυτά, μήτε να θεωρούμε
ότι η ψυχή βρίσκεται έξω από τα όντα· αλλά, μετατίθεται από την θεωρούμενη
υλική ζωή στην αιώνια κατάσταση.
»Αλλά, ρώτησα, πώς θα συμβεί αυτό, όταν τα στοιχεία που συστήνουν το σώμα,
με τη μίξη μεταξύ τους, πάρουν άλλη μορφή από εκείνη με την οποία έχει
εξοικειωθεί η ψυχή; Διότι, με τη διάλυση των σωματικών στοιχείων, είναι
εύλογο να χαθεί μαζί και η μορφή. Τότε η ψυχή ποιό σημάδι θ’ ακολουθήσει,
αφού χάθηκε αυτό που της ήταν γνωστό (η μορφή);».
38. ΜΑΚΡΙΝΑ
Εκείνη τότε προβληματίστηκε για λίγο, και είπε μετά: «Ας μου επιτραπεί να
πω ένα υποθετικό παράδειγμα, για ν’ αποσαφηνίσω το ζήτημα, αν κι αυτό
που θα πω φαίνεται εξωπραγματικό. Ας υποθέσουμε ότι στη ζωγραφική είναι
δυνατόν ο ζωγράφος, όχι μόνον ν’ αναμιγνύει τα αντίθετα (συμπληρωματικά)
χρώματα, όπως συνήθως γίνεται για να πετύχει την προσομοίωση της μορφής
που ζωγραφίζει· αλλά, ότι είναι δυνατόν ο ζωγράφος να χωρίσει και τα μίγματα
και ν’ αποδώσει στο κάθε χρώμα τη φυσική του βαφή.
Έτσι, λοιπόν, το λευκό, το μαύρο, το κόκκινο, το χρυσό ή όποιο άλλο χρώμα
αναμίχθηκε για ν’ αποδώσει όσο πιο πιστά γίνεται το χρώμα του εικονιζομένου,
εάν πάλι χωριστεί από τη μίξη του με το άλλο χρώμα και απομονωθεί,
πιστεύουμε ότι ο ζωγράφος το ίδιο με πρώτα θ’ αναγνωρίσει αυτό το είδος του
χρώματος. Με τίποτε δεν θα ξεχάσει ούτε το κόκκινο χρώμα ούτε το μαύρο,
ακόμη κι όταν, αφού έδωσαν μετά τη μίξη τους ένα άλλο χρώμα,
επανέλθουν πάλι στη φυσική τους βαφή.
Ο ζωγράφος θυμάται τον τρόπο με τον οποίο ανέμιξε τα χρώματα.
Γνωρίζει ποιό αναμίχθηκε με ποιό και απέδωσε το τάδε χρώμα,
και πώς, όταν σβήστηκε το ένα με τη διάλυση του άλλου, πάλι επανήλθε στην
αρχική του βαφή. Γνωρίζει επίσης ότι, κι αν πάλι χρειαστεί με τη μίξη να
ξαναφτιάξει το ίδιο (μεικτό) χρώμα, η εργασία τώρα γίνεται πιο εύκολη, επειδή
την είχε μελετήσει στην προηγούμενη μίξη.
39
»Ήδη, πρέπει εμείς να εξετάσουμε, είπε (η δασκάλα), εάν το παράδειγμα αυτό
έχει εφαρμογή στο θέμα μας. Αντί για την τέχνη της ζωγραφικής ας τεθεί
για συζήτηση το θέμα της ψυχής· και αντί για τα χρώματα της ζωγραφικής ας
σκεφτούμε τη φύση των στοιχείων (του σώματος)· η ανάμιξη πάλι των
πολύχρωμων χρωμάτων και η υποθετική επανασύστασή τους στα πρωταρχικά
χρώματα, ας υπονοεί από τη μια τη σύνθεση των στοιχείων του σώματος κι από
την άλλη τη διάλυσή τους.
Όπως, λοιπόν, στο παράδειγμα λέμε ότι ο ζωγράφος δεν ξεχνά τη βαφή του
χρώματος, όταν μετά την ανάμιξη επανέλθει στην αρχική της μορφή,
αλλά αναγνωρίζει καλά και το κόκκινο χρώμα και το μαύρο καί όποιο άλλο,
το οποίο δημιούργησε με την ανάμιξή του με άλλο χρώμα· γνωρίζει, δηλαδή,
τί είδους χρώμα έγινε με τη μίξη, τί είδους είναι τώρα στη φυσική του
κατάσταση και τί πάλι θα γίνει, εάν τα χρώματα με τον ίδιο τρόπο αναμιχθούν
μεταξύ τους.
»Κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχή, στο σώμα που βρίσκεται, γνωρίζει τη φυσική
ιδιότητα των στοιχείων που συνενώνονται για τη σύστασή του ακόμη και μετά
τη διάλυσή τους. Όταν, δηλαδή, η φύση απομακρύνει (με το θάνατο) το ένα
(στοιχείο) από το άλλο για τις υπάρχουσες αντιθέσεις και εμποδίζει το καθένα
ν’ αναμιχθεί με το αντίθετό του, η ψυχή όμως εξίσου θα βρίσκεται στο καθένα·
με τη γνωστική της δύναμη προσεγγίζει τα δικά της και παραμένει στο καθένα,
έως ότου γίνει πάλι η σύνθεση των χωρισμένων στοιχείων για ανασύσταση του
διαλυθέντος σώματος, πράγμα το οποίο θα είναι η ανάσταση καί έτσι
ονομάζεται».
40. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
Και εγώ είπα: «Μου φαίνεται ότι με όσα είπες άριστα υποστηρίζεις
την ιδέα της αναστάσεως. Διότι με τα επιχειρήματά σου είναι δυνατόν οι
αντιτιθέμενοι να πλησιάσουν σιγά σιγά να δεχθούν την πίστη, και να μη
θεωρούν ότι είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν πάλι τα στοιχεία και να
ξαναφτιάξουν τον άνθρωπο».
----------
41. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Επομένως, είπα, αυτή η αντίληψη για την ψυχή θα ήταν αρκετή για
αντίκρουση της ενστάσεως· ότι, δηλαδή, η ψυχή με όσα στοιχεία συνυφάνθηκε
στην αρχή (που δημιουργήθηκε), μ’ αυτά παραμένει και μετά τη διάλυση. Έτσι
καθίσταται σαν φύλακας των δικών της (σωματικών στοιχείων)· και με την
ανάμιξή της με τα ίδιου γένους δεν εγκαταλείπει τα δικά της με την λεπτή και
και ευκίνητη νοερή δύναμή της· δεν ξεγελιέται σε καμιά λεπτομέρεια των
στοιχείων, αλλά διαλύεται μαζί με τα δικά της στοιχεία που πηγαίνουν προς τα
συγγενή τους (στοιχεία)· και δεν δυσκολεύεται να ενωθεί και πάλι μ’ αυτά,
ενώνονται σε ένα σύνολο (ανασταίνονται). Μένει πάντοτε μαζί τους, όπου
είναι, και όπως η φύση τα συγκροτεί.
»Κι όταν η δύναμη που οικονομεί τα πάντα (Θεός) δώσει την εντολή να
συγκεντρωθούν πάλι τα διαλυθέντα στοιχεία, τότε συμβαίνει, όπως ακριβώς με
τα διάφορα σχοινιά που είναι δεμένα από το ίδιο σημείο· με τη δύναμη που τα
τραβάει, ενώνονται όλα μαζί. Έτσι , και με τη δύναμη της μιας ψυχής, που
ελκύει όλα μαζί τα διαφορετικά στοιχεία, με μιας με τη σύνθεση των
στοιχείων της ψυχής, συγκροτείται η δομή του σώματός μας μέσω της ψυχής·
διότι, το κάθε στοιχείο της ψυχής συνδέεται κατάλληλα με το παλιό και
συνηθισμένο στοιχείο του σώματος και συνάπτεται με το γνωστό του».
42 ΜΑΚΡΙΝΑ
«Αλλά κι αυτό το παράδειγμα, πρόσθεσε η δασκάλα, δικαιολογημένα θα
μπορούσε να προστεθεί στα όσα είπαμε· για ν’ αποδειχθεί ότι η ψυχή δεν
δυσκολεύεται πολύ να διακρίνει ανάμεσα στα στοιχεία το δικό της
από το ξένο. Για παράδειγμα, ας προσφέρουμε σ’ ένα κεραμέα πηλό,
και μάλιστα να του δώσουμε πολύ, από τον οποίο ένα μέρος ήδη έχει
χρησιμοποιηθεί για κατασκευή σκευών, και το υπόλοιπο στο μέλλον. Και τα
σκεύη ας μην έχουν το ένα με το άλλο το ίδιο σχήμα· άλλο να είναι πιθάρι,
άλλο αμφορέας ή πινάκιο ή τριβλίο ή κάτι άλλο απο τα αναγκαία στην
καθημερινή χρήση· ας υποθέσουμε ακόμη ότι όλα αυτά δεν ανήκουν σ’ έναν,
αλλά το καθένα έχει τον κάτοχό του.
43
»Αυτά, λοιπόν, τα σκεύη όσο διατηρούνται, οι κάτοχοί τους τα αναγνωρίζουν·
και να σπάσουν όμως πάλι, οι κτήτορές τους θα τ’ αναγνωρίσουν στον ίδιο
βαθμό από τα κομμάτια τους· θα δείχνουν ποιό ανήκει στο πιθάρι και ποιό
είναι κομμάτι του ποτηρίου. Κι αν κάτι αναμιχθεί με τον ακατέργαστο πηλό,
τότε η αναγνώριση του ήδη κατεργασμένου πηλού γίνεται αλάνθαστα από τον
ακατέργαστο.
»Έτσι ο κάθε άνθρωπος είναι σαν το σκεύος·
πλάστηκε από τη συνδρομή των στοιχείων της κοινής ύλης, αλλά με την
ιδιαίτερη μορφή του παρουσιάζει μεγάλη διαφορά προς τους ομογενείς του.
Όταν το ανθρώπινο σκεύος διαλυθεί, η ψυχή που κατέχει το σκεύος (σώμα) το
αναγνωρίζει και από τα λείψανά του· διότι δεν απομακρύνεται από το δικό της
σκεύος ούτε στη διάλυση των κομματιών του ούτε αν αναμιχθεί με την
ακατέργαστη ύλη των στοιχείων· αλλά, πάντοτε (η ψυχή) αναγνωρίζει το δικό
της σκεύος όπως ήταν ενωμένο σε ενιαία μορφή· ακόμη και μετά διάλυσή του
δεν λαθεύει στην αναγνώριση του δικού της σκεύους, διότι την οδηγούν τα
εναπομείναντα σημάδια στα λείψανά του.
44. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
Αφού αποδέχτηκα εγώ όσα είπε, ότι εξυπηρετούν απόλυτα και ορθά το ζήτημα
που εξετάζουμε, είπα: «αυτά πράγματι είναι καλό έτσι να τα λέμε και
να τα πιστεύουμε. Εάν όμως κάποιος φέρει ως αντίλογο τη διήγηση του
Κυρίου στο Ευαγγέλιο σχετικά με τον άδη, και υποστηρίξει ότι δεν συμφωνεί
με τα αποτελέσματα της συζητήσεως, ποιά απάντηση θα πρέπει να δώσουμε
σ’ αυτόν;».
45. ΜΑΚΡΙΝΑ
Η δασκάλα απάντησε: «Ο λόγος παρουσιάζει την ευαγγελική διήγηση πιο
υλιστική· αφήνει όμως πολλές υπόνοιες, με τις οποίες προσκαλεί τον γνώστη
ερευνητή σε υψηλότερη θεωρία. Διότι εκείνος που χωρίζει με μεγάλο χάσμα
το κακό από το αγαθό, και κάνει τον άνθρωπο που υποφέρει να επιθυμεί μια
σταγόνα νερού που θα του δοθεί με το δάχτυλο, και παρουσιάζει τον τόπο του
πατριάρχη ως τόπο αναπαύσεως για τον ταλαιπωρημένο στην παρούσα ζωή
και διηγείται πρώτα απ’ όλα το θάνατο και την ταφή τους (του πλούσιου και
του φτωχού Λαζάρου), αυτός (με όλα αυτά) οδηγεί το συνετό ακροατή πολύ
πιο πέρα από έναν επιπόλαιο προβληματισμό.
»Διότι ποιά μάτια σηκώνει ψηλά στον άδη ο πλούσιος, αφού άφησε ήδη τα
σωματικά μέσα στον τάφο; Πώς πάλι η ασώματη ύπαρξη αισθανόταν φωτιά;
Ποιά γλώσσα, επίσης, επιθυμεί να δροσίσει με τη σταγόνα του νερού, αφού
δεν έχει πλέον σάρκινη γλώσσα; Ποιό δάχτυλο υπάρχει για να του φέρει τη
σταγόνα (του νερού); Ποιός πάλι είναι αυτός ο κόλπος της αναπαύσεως;
»Διότι, αφού τα σώματα είναι στους τάφους, και η ψυχή δεν είναι ούτε στο
σώμα ούτε συνίσταται σε μέρη, είναι αδύνατον ν’ ανταποκριθούν στην αλήθεια
τα στοιχεία της διηγήσεως, εάν τα ερμηνεύσουμε κατά γράμμα. Εκτός εάν
εξηγήσει κανείς το καθένα με αλληγορική σημασία· έτσι, χάσμα νοείται όχι
απόσταση γης, αλλά αυτό που εμποδίζει την επαφή των αντιθέτων· διότι, ποιά
δυσκολία εμποδίζει την ασώματη και νοερή ύπαρξη να διαβεί το χάσμα, όσο
μεγάλο κι αν είναι; Καθόσον αυτό που είναι νοερό στη φύση του, βρίσκεται
όπου θέλει αχρόνως».
46. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
«Τί είναι, λοιπόν, ρώτησα, η φωτιά, το χάσμα και τα υπόλοιπα της διηγήσεως,
εάν δεν είναι εκείνα που λέγονται;».
ΜΑΚΡΙΝΑ
«Μου φαίνεται, απάντησε εκείνη, ότι με το καθένα απ’ αυτά δηλώνει το
Ευαγγέλιο κάποια δόγματα για τα ζητήματα της ψυχής.
Διότι, όταν ο πατριάρχης είπε πρώτα στον πλούσιο, ότι απόλαυσες στην επίγεια
ζωή σου το μερίδιο των αγαθών, και για το φτωχό είπε το ίδιο, ότι δηλαδή
και αυτός στην επίγεια ζωή του ξεπλήρωσε το καθήκον της δοκιμασίας
των θλίψεων· κι έπειτα, όταν φέρνει το λόγο για το χάσμα, ότι δηλαδή μεταξύ
τους χωρίζονται με αγεφύρωτη απόσταση, νομίζω ότι με όλα αυτά τα λόγια
υπονοεί κάποιο σπουδαίο δόγμα.
47
»Και κατά τη δική μου αντίληψη, το δόγμα είναι το εξής: η ζωή των ανθρώπων
ήταν μονόπλευρη· μονόπλευρη εννοώ ότι ήταν στραμμένη μόνο στο αγαθό,
και δεν είχε καμία ανάμιξη με το κακό. Την αλήθεια αυτή την αποδεικνύει
ο πρώτος νόμος του Θεού· αυτός έδινε εντολή στον άνθρωπο
στον παράδεισο να γεύεται όλα τα αγαθά·
απαγόρευε μόνον εκείνο τον καρπό, ο οποίος ήταν μικτός στη φύση του,
αποτελούμενος και από το κακό και από το καλό. Στον παραβάτη επέβαλε
ως τιμωρία το θάνατο.
»Ο άνθρωπος, βέβαια, ελεύθερα με την αυτεξούσια θέλησή του εγκατέλειψε
την απείραχτη από το κακό κατάστασή του και διάλεξε την ανάμικτη ζωή από
τα αντίθετα. Η θεία πρόνοια όμως δεν άφησε αδιόρθωτη την απερισκεψία
μας. Αλλά, επειδή για τους παραβάτες του νόμου επακολούθησε υποχρεωτικά
ο θάνατος που ορίστηκε ως τιμωρία· και χώρισε στα δύο την ανθρώπινη ζωή,
σ’ εκείνη μέσα στο σώμα και σ’ αυτήν έξω από το σώμα, που ακολουθεί μετά·
(ο Θεός όμως) τη χρονική διάρκεια (των δύο καταστάσεων) δεν την όρισε ίση,
αλλά την πρώτη (επίγεια ζωή) την όρισε να διαρκεί πολύ σύντομο χρόνο· την
άλλη όμως την παρέτεινε στην αιωνιότητα. Από αγάπη για τον άνθρωπο έδωσε
την εξουσία ώστε, εάν κάποιος θέλει, να εκλέγει το ένα από τα δύο, εννοώ το
καλό και το κακό· να ζήσει, δηλαδή, ή τη σύντομο και προσωρινή παρούσα ζωή
ή αυτήν που πάει στους απέραντους αιώνες και δεν έχει τέλος.
»Επειδή όμως το καλό και το κακό λέγονται με την ίδια ονομασία,
και το καθένα από τα δύο έχει διπλή έννοια, την νοητική και την αισθητική,
ορισμένοι θεωρούν ως αγαθό αυτό που φαίνεται ευχάριστο στις αισθήσεις.
Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι αγαθό είναι και καλείται αυτό το οποίο θεωρεί
ως αγαθό μόνον ο νους.
Όσοι, λοιπόν, έχουν απαίδευτο το λογισμό τους, διότι δεν σκέφτεται
το αγαθό, αυτοί από λαιμαργία ξοδεύουν στην παρούσα ζωή τους
τα καλά αγαθά που αναλογούν στη φύση τους· δεν αποταμιεύουν τίποτε
για την άλλη ζωή. Αντίθετα, εκείνοι που εξοικονομούν τη ζωή τους με
διάκριση και σωφροσύνη, ενοχλούνται στην σύντομη παρούσα ζωή
από τις λυπηρές εμπειρίες των αισθήσεων· αποταμιεύουν όμως τα αγαθά
για τη μέλλουσα ζωή, ώστε η καλύτερη τύχη να παρατείνεται γι’ αυτούς μαζί
με την αιωνιότητα.
48
»Αυτό είναι, λοιπόν, σύμφωνα με την άποψή μου, το χάσμα, το οποίο δεν
σχηματίζεται επειδή χωρίζεται στα δύο η γη, αλλά το δημιουργεί η επιλογή της
ζωής που διαιρείται σε αντίθετες προτιμήσεις. Εκείνος που διάλεξε εφάπαξ την
απόλαυση στην παρούσα ζωή και δεν μετανόησε για να θεραπεύσει την
απερισκεψία του, έκανε απροσπέλαστο για τον εαυτό του τον τόπο των αγαθών
στην άλλη ζωή· δημιούργησε σε βάρος του την αξεπέραστη αυτή κατάσταση,
σαν κάποια αχανή και αδιάβατη χαράδρα.
49
»Γι’ αυτό, μου φαίνεται ότι και την αγαθή κατάσταση της ψυχής την ονομάζει
ο (εαυγγελικός) λόγος κόλπο του Αβραάμ, στον οποίο αναπαύεται ο αθλητής
της υπομονής. Διότι πρώτος απ’ όλους τους ανθρώπους αυτός ο πατριάρχης
λέγεται ότι προτίμησε την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών αντί για την
απόλαυση των παρόντων. Αυτός στερήθηκε όλα τα αγαθά που είχε στην αρχή
της ζωής του, και ζούσε ανάμεσα σε ξένους· εξασφάλισε έτσι, με την
κακοπάθεια της παρούσης ζωής, τη μελλοντική μακαριότητα.
»Όπως ακριβώς, λοιπόν, ονομάζουμε καταχρηστικά ένα ορισμένο μέρος της
θάλασσας κόλπο, έτσι, μου φαίνεται, ο (ευαγγελικός) λόγος με το όνομα του
κόλπου υπονοεί τα αμέτρητα εκείνα αγαθά. Διότι στον κόλπο, όλοι όσοι
διακινδυνεύουν με την άσκηση των αρετών την παρούσα ζωή, όταν θα φύγουν
απ’ αυτήν, θ’ αράξουν τις ψυχές τους στον κόλπο των αγαθών, σαν ασφαλές
λιμάνι. Για τους υπόλοιπους, όμως, αυτή η στέρηση των αγαθών που υπάρχουν
εκεί (στον κόλπο) γίνεται φλόγα που καίει την ψυχή τους· έχει ανάγκη (η ψυχή
τους) κάποια σταγόνα από το πέλαγος των αγαθών που κατακλύζουν τους
δικαίους, για να παρηγορηθεί· αλλά δεν το πετυχαίνει.
»Ακούοντας, επίσης, στον (ευαγγελικό) λόγο για τα ασώματα, ονόματα όπως
γλώσσα, οφθαλμός, δάχτυλο και την παρόμοια σχετική ορολογία για το
σώμα, θα παραδεχθείς ότι αυτά – εάν εξετάσεις την έννοια των ονομάτων–
συμφωνούν με όσα στοχαστήκαμε για το θέμα της ψυχής. Διότι, όπως η
συνδρομή όλων των στοιχείων του σώματος συγκροτεί την ουσία του,
έτσι είναι εύλογο η ίδια αιτία (συνδρομή) να ολοκληρώνει τη φύση των μερών,
που αποτελούν το σώμα.
50.
»Εάν, λοιπόν, παραβρίσκεται η ψυχή στα στοιχεία του σώματος, τα οποία
αναμίχθηκαν με το σύμπαν (μετά θάνατο), τότε όχι μόνο θα γνωρίσει όλο το
πλήθος των στοιχείων που συνέθεσαν το σώμα, και θα βρίσκεται σ’ αυτά· αλλά,
θα γνωρίσει και την ιδιαίτερη σύσταση κάθε μέρους του συνόλου, δηλαδή με
ποιά μόρια των στοιχείων σχηματίστηκαν τα μέλη του σώματός μας. Δεν είναι,
λοιπόν, παράδοξο η ψυχή, που βρίσκεται σ’ όλο το σύνολο της συνθέσεως των
στοιχείων, να βρίσκεται και σε κάθε μόριο. Έτσι, βλέποντας κανείς τα στοιχεία,
στα οποία μέσα υπάρχουν δυνάμει τα ιδιαίτερα μέλη του σώματος, δεν θα
κάνει σφάλμα να εννοήσει ότι η Γραφή για αυτά ομιλεί όταν αναφέρεται, μετά
τη διάλυση του σώματος, σε δάχτυλο, οφθαλμό, γλώσσα και σ’ όλα τα
υπόλοιπα μέλη.
»Εάν, λοιπόν, η εξέταση του καθένα (στοιχείου) μεταφέρει το νου μακριά από
σωματική εκδοχή της διηγήσεως, είναι εύλογο και η αναφορά τώρα σε άδη,
να μην υπονοεί κάποιον τόπο που έχει αυτό το όνομα, αλλά να εννοεί μια
κατάσταση βίου, αιώνια και ασώματη· σ’ αυτήν, μας διδάσκει η Γραφή, ζει
η ψυχή.
»Αλλά, στη διήγηση για τον πλούσιο και το φτωχό (Λάζαρο), καί κάποιο άλλο
δόγμα μαθαίνουμε, το οποίο έχει μεγάλη ομοιότητα με όσα εξετάσαμε.
Παρουσίασε (η διήγηση) εκείνο τον εμπαθή και φιλόσαρκο (πλούσιο), όταν
είδε ότι η καταδίκη του ήταν αναπόφευκτη, να φροντίζει για τους συγγενείς του
που ήταν στη γη, ώστε να κάμουν το ορθό· και ο Αβραάμ απάντησε ότι ο Θεός
δεν άφησε αφρόντιστη την επίγεια ζωή των ανθρώπων· αλλά μπορούν, εάν
θέλουν,να γνωρίσουν την ορθή ζωή από τη διδασκαλία του νόμου και των
προφητών. (Ο πλούσιος) όμως εξακολουθεί να παρακαλεί τον δίκαιο (Αβραάμ),
λέγοντας ότι η διδασκαλία θα έχει αποτέλεσμα μόνο με τρόπο θαυματουργικό,
εάν δηλαδή κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί και τους διδάξει».
Site menu