ΨΑΛΜΟΣ 41 (Μασ. 42)
Εἰς τὸ τέλος· εἰς σύνεσιν τοῖς υἱοῖς Κορέ.
Ψαλ. 41,2 Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός.
Ψαλ. 41,2 Οπως η διψασμένη έλαφος ποθεί πολύ και τρέχει εις τας πηγάς των καθαρών υδάτων, έτσι και η ψυχή μου ποθεί σέ, ω Θεέ μου.
Ψαλ. 41,3 ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;
Ψαλ. 41,3 Μεγάλην δίψαν ησθάνθη και αισθάνεται η ψυχή μου δια σε τον αιωνίως ζώντα, τον πραγματικόν Θεόν. Ποτε λοιπόν θα αξιωθώ της χαράς να έλθω και να ίδω τον ναόν, τον ιερόν τόπον της παρουσίας σου, του Θεού μου;
Ψαλ. 41,4 ἐγενήθη τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ λέγεσθαί μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν· ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;
Ψαλ. 41,4 Επέρασα περιπετείας και θλίψεις. Τα δάκρυά μου έγιναν δι' εμέ φαγητόν μου ημέραν και νύκτα, διότι οι εχθροί έλεγαν εναντίον μου κάθε ημέραν· Που είναι ο Θεός σου;
Ψαλ. 41,5 ταῦτα ἐμνήσθην καὶ ἐξέχεα ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν ψυχήν μου, ὅτι διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος.
Ψαλ. 41,5 Αυτόν ενεθυμήθην και η ψυχή μου εξεχύθη εις θερμήν προσευχήν. Πιστεύω ότι θα αξιωθώ της μεγάλης τιμής και χαράς να περάσω και πάλιν από τον ιερόν χώρον της θαυμαστής Σκηνής του Μαρτυρίου σου, από τον ιερόν ναόν του Θεού μου, με φωνήν αγαλλιάσεως και δοξολογίας, με εορταστικούς ψαλμούς και ύμνους.
Ψαλ. 41,6 ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου.
Ψαλ. 41,6 Διατί λοιπόν, ω ψυχή μου, είσαι περίλυπος; Διατί αναταράσσεσαι εξ ολοκλήρου από αυτά, που ακούεις; Εχε την ελπίδα σου στον Θεόν, διότι θα έλθη πάλιν η ημέρα, κατά την οποίαν θα τον δοξολογήσω ως σωτήρα μου και Θεόν μου. Η ψυχή μου εταράχθη και πάλιν εντός μου.
Ψαλ. 41,7 πρὸς ἐμαυτὸν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη· διὰ τοῦτο μνησθήσομαί σου ἐκ γῆς Ἰορδάνου καὶ Ἐρμωνιείμ, ἀπὸ ὄρους μικροῦ.
Ψαλ. 41,7 Δια τούτο από την περιοχήν αυτήν, που ευρίσκομαι, κοντά στον Ιορδάνην, από τας κορυφάς του όρους Ερμών, από τον μικρόν λόφον, ενθυμούμαι και πάλιν σε και ζητώ παρηγορίαν από την ανάμνησίν σου.
Ψαλ. 41,8 ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταῤῥακτῶν σου, πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον.
Ψαλ. 41,8 Οπως εδώ τα ύδατα του Ιορδάνου σαν κύματα έρχονται και σαν να επικαλήται το ένα το άλλο, όπως ακούεται η βοή των καταρρακτών, που ξεχύνονται από το όρος Ερμών, έτσι επήλθαν και επέρχονται εναντίον μου αλλεπάλληλα όλα τα αγριεμένα κύματα της δικαίας σου οργής, αι συμφοραί μου.
Ψαλ. 41,9 ἡμέρας ἐντελεῖται Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ νυκτὸς ᾠδὴ αὐτῷ παρ᾿ ἐμοί, προσευχὴ τῷ Θεῷ τῆς ζωῆς μου.
Ψαλ. 41,9 Αλλά ο Κυριος θα με βοηθήση, θα αποστείλη εις εμέ το έλεός του, θα με επισκεφθή κάποιον ημέραν και κατά την επακολουθούσαν νύκτα θα αναπέμψω ευχαριστηριον ωδήν, προσευχήν, προς τον Θεόν και Κυριον της ζωής μου.
Ψαλ. 41,10 ἐρῶ τῷ Θεῷ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ· διατί μου ἐπελάθου; καὶ ἱνατί σκυθρωπάζων πορεύομαι ἐν τῷ ἐκθλίβειν τὸν ἐχθρόν μου;
Ψαλ. 41,10 Θα είπω τότε, όπως λέγω και τώρα, στον Κυριον· Συ είσαι ο προστάτης μου, διατί έως τώρα με ελησμόνησες; Διατί να διέρχωμαι τας ημέρας μου κατηφής και πενθών και ο εχθρός μου να με καταθλίβη;
Ψαλ. 41,11 ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγειν αὐτούς μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν· Ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;
Ψαλ. 41,11 Ενῷ από την πολλήν ταλαιπωρίαν και οδύνην συντρίβονται τα οστά μου, οι εχθροί μου με υβρίζουν, με εμπαίζουν και μου λέγουν κάθε ημέραν· Που είναι λοιπόν ο Θεός σου, δια να σε σώση;
Ψαλ. 41,12 ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου; καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου.
Ψαλ. 41,12 Διατί, λοιπόν, είσαι τόσον λυπημένη, ω ψυχή μου; Διατί με συγκλονίζεις; Εχε την ελπίδα σου στον Θεόν, διότι θα έλθη και πάλιν ημέρα, που θα δοξολογήσω τον Κυριον, τον σωτήρα μου και Θεόν μου, στον ιερόν ναόν του.
ΨΑΛΜΟΣ 42 (Μασ. 43)
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Ψαλ. 42,1 Κρῖνόν με, ὁ Θεός, καὶ δίκασον τὴν δίκην μου ἐξ ἔθνους οὐχ ὁσίου· ἀπὸ ἀνθρώπου ἀδίκου καὶ δολίου ῥῦσαί με.
Ψαλ. 42,1 Κυριε και Θεέ μου, συ ο δίκαιος κριτής, κάμε την δικαίαν υπέρ εμού κρίσιν σου, δίκασε την υπόθεσίν μου εναντίον ενός έθνους ανοσίου και ξένου προς σέ. Γλύτωσέ με και σώσε με από κάθε άδικον και δόλιον άνθρωπον.
Ψαλ. 42,2 ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς κραταίωμά μου· ἱνατί ἀπώσω με; καὶ ἱνατί σκυθρωπάζων πορεύομαι ἐν τῷ ἐκθλίβειν τὸν ἐχθρόν μου;
Ψαλ. 42,2 Διότι συ, ω Θεέ μου, είσαι η κραταιά προστασία μου και δύναμις. Διατί φαίνεται, σαν να με απώθησες από κοντά σου; Διατί με εγκατέλειψες, ώστε εγώ να διέρχομαι τας ημέρας μου σκυθρωπός και θλιμμένος, καθ' ον χρόνον με καταβαρύνει και με καταπατεί ο εχθρός μου;
Ψαλ. 42,3 ἐξαπόστειλον τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου· αὐτά με ὡδήγησαν καὶ ἤγαγόν με εἰς ὄρος ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου.
Ψαλ. 42,3 Στείλε το λυτρωτικόν και χαρμόσυνον ιδικόν σου φως. Δείξε γρήγορα την αλήθειάν σου, τήρησε τας υποσχέσεις σου περί της σωτηρίας μου. Το ιδικόν σου φως και η αλήθειά σου με ωδήγησαν ασφαλώς και θα με φέρουν στο άγιον όρος, εις τα σκηνώματα τα ιδικά σου.
Ψαλ. 42,4 καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου· ἐξομολογήσομαί σοι ἐν κιθάρᾳ, ὁ Θεός, ὁ Θεός μου.
Ψαλ. 42,4 Θα εισέλθω στο θυσιαστήριον του Θεού μου, θα παρουσιασθώ προς τον Θεόν μου, ο οποίος ευφραίνει και ανακαινίζει την νεότητά μου. Θα σε δοξολογήσω με ύμνους κιθάρας, ω Κυριέ μου και Θεέ μου.
Ψαλ. 42,5 ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου; καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου.
Ψαλ. 42,5 Λοιπόν, διατί, ω ψυχή μου, είσαι περίλυπος; Διατί με συνταράσσεις και με συγκλονίζεις; Στήριξε τας ελπίδας σου στον Θεόν, διότι αυτός ασφαλώς θα έλθη βοηθός σου, και τότε θα δοξολογήσω αυτόν, ο οποίος είναι η σωτηρία μου και ο Θεός μου.