ΨΑΛΜΟΣ 119 (Μασ. 120)
ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 119,1 Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα, καὶ εἰσήκουσέ μου.
Ψαλ. 119,1 Προς τον Κυριον εις περιστάσεις θλίψεων έκραξα δια της προσευχής και με εισήκουσε·
Ψαλ. 119,2 Κύριε, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας.
Ψαλ. 119,2 και τώρα, Κυριε, γλύτωσε την ψυχήν μου από χείλη, τα οποία ομιλούν εναντίον μου αδικίας και συκοφαντίας, από γλώσσαν, η οποία εξυφαίνει δολοπλοκίας.
Ψαλ. 119,3 τί δοθείη σοι καὶ τί προστεθείη σοι πρὸς γλῶσσαν δολίαν;
Ψαλ. 119,3 Ποία βοήθεια πρέπει να σου δοθή, ποία ενίσχυσις πρέπει να προστεθή επί πλέον εις σέ, δια να αποκρούσης την δολοπλόκον γλώσσαν;
Ψαλ. 119,4 τὰ βέλη τοῦ δυνατοῦ ἠκονημένα, σὺν τοῖς ἄνθραξι τοῖς ἐρημικοῖς.
Ψαλ. 119,4 Θα σου δοθούν τα ακονισμένα βέλη του παντοδυνάμου Θεού, τα ωπλισμένα με άνθρακας πυρός, τα οποία κατακαίουν και ερημώνουν.
Ψαλ. 119,5 οἴμοι! ὅτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ.
Ψαλ. 119,5 Αλλοίμονον! Διότι η παραμονή μου εις την ξένην γην παρετάθη επί μακρόν. Κατεσκήνωσα μαζή με τους σκηνίτας Κηδάρ, με τους βαρβάρους απογόνους του Ισμαήλ.
Ψαλ. 119,6 πολλὰ παρῴκησεν ἡ ψυχή μου.
Ψαλ. 119,6 Επί πολύν χρόνον παρετάθη η ξενητειά μου.
Ψαλ. 119,7 μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός· ὅταν ἐλάλουν αὐτοῖς, ἐπολέμουν με δωρεάν.
Ψαλ. 119,7 Με τους ανθρώπους, οι οποίοι εμισούσαν την ειρήνην, εγώ ήμην πάντοτε ειρηνικός. Οταν συνωμιλούσα με αυτούς, εκείνοι με επολεμούσαν χωρίς λόγον και αφορμήν. Σώσέ με, Κυριε.
ΨΑΛΜΟΣ 120 (Μασ. 121)
ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 120,1 Ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὄρη, ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου.
Ψαλ. 120,1 Από την ξένην χώραν εσήκωσα τα μάτιά μου προς τα όρη Σιών, από όπου θα έλθη η βοήθειά μου παρά του Κυρίου, δια να επαναπατρισθώ.
Ψαλ. 120,2 ἡ βοήθειά μου παρὰ Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
Ψαλ. 120,2 Η βοήθειά μου θα έλθη από τον Κυριον, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην.
Ψαλ. 120,3 μὴ δῴης εἰς σάλον τὸν πόδα σου, μηδὲ νυστάξῃ ὁ φυλάσσων σε.
Ψαλ. 120,3 Είθε, ω ψυχή μου, ποτέ να μη σαλευθή το ποδί σου. Ποτέ να μη νυστάξη και αδιαφορήση δια σε ο Κυριος, ο οποίος σε φυλάσσει.
Ψαλ. 120,4 ἰδοὺ οὐ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ.
Ψαλ. 120,4 Ιδού, δεν θα νυστάξη, ούτε θα κοιμηθή, ούτε θα αδιαφορήση ο Κυριος, ο οποίος περιφρουρεί τον ισραηλιτικόν λαόν.
Ψαλ. 120,5 Κύριος φυλάξει σε, Κύριος σκέπη σοι ἐπὶ χεῖρα δεξιάν σου·
Ψαλ. 120,5 Τουναντίον, ο Κυριος θα σε περιφρουρήση ασφαλή, ω λαέ του Ισραήλ. Ο Κυριος θα είναι ο παντοδύναμος σκεπαστής και υπερασπιστής σου, ο οποίος θα ίσταται συμπαραστάτης σου εκ δεξιών σου.
Ψαλ. 120,6 ἡμέρας ὁ ἥλιος οὐ συγκαύσει σε, οὐδὲ ἡ σελήνη τὴν νύκτα.
Ψαλ. 120,6 Τοτε κατά την ημέραν ο ήλιος δεν θα σε καυματίση, ούτε η σελήνη θα σε βλάψη κατά την νύκτα.
Ψαλ. 120,7 Κύριος φυλάξει σε ἀπὸ παντὸς κακοῦ, φυλάξει τὴν ψυχήν σου ὁ Κύριος.
Ψαλ. 120,7 Ο Κυριος θα σε προφυλάξη από κάθε κακόν. Θα φυλάξη την ζωήν σου ο Κυριος.
Ψαλ. 120,8 Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν σου καὶ τὴν ἔξοδόν σου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
Ψαλ. 120,8 Ο Κυριος θα φυλάξη την είσοδόν σου και την έξοδόν σου από το σπίτι σου· γενικώς την πορείαν της ζωής σου και στο παρόν και στο μέλλον.