ΨΑΛΜΟΣ 121 (Μασ. 122)
ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 121,1 Εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοι· εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα.
Ψαλ. 121,1 Εσκίρτησα από χαράν και αγαλλίασιν, όταν, ενώ ευρισκόμην εις ξένην χώραν, μερικοί προσκυνηταί μου είπαν· Θα πορευθώμεν τώρα στον ναόν του Κυρίου.
Ψαλ. 121,2 ἑστῶτες ἦσαν οἱ πόδες ἡμῶν ἐν ταῖς αὐλαῖς σου, Ἱερουσαλήμ.
Ψαλ. 121,2 Και ιδού, τα πόδια μας τώρα ίστανται εις τας αυλάς σου, ω Ιερουσαλήμ.
Ψαλ. 121,3 Ἱερουσαλὴμ οἰκοδομουμένη ὡς πόλις, ἧς ἡ μετοχὴ αὐτῆς ἐπὶ τὸ αὐτό.
Ψαλ. 121,3 Η Ιερουσαλήμ, η οποία έχει οικοδομηθή ως πολυάνθρωπος, μεγάλη και λαμπρά πόλις, της οποίας τα κτίρια συνέχονται το ένα με το άλλο, ώστε να μη είναι αραιοκατωκημένη.
Ψαλ. 121,4 ἐκεῖ γὰρ ἀνέβησαν αἱ φυλαί, φυλαὶ Κυρίου, μαρτύριον τῷ Ἰσραήλ, τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματι Κυρίου·
Ψαλ. 121,4 Περισσότερον όμως ποθητή και αγαπητή είναι, διότι εκεί ανέρχονται αι διάφοροι φυλαί, αι φυλαί του λαού του Θεού, σύμφωνα προς την εντολήν του Κυρίου, δια να υμνήσουν και δοξολογήσουν το πάντιμον όνομά του Κυρίου.
Ψαλ. 121,5 ὅτι ἐκεῖ ἐκάθισαν θρόνοι εἰς κρίσιν, θρόνοι ἐπὶ οἶκον Δαυΐδ.
Ψαλ. 121,5 Ηυφράνθη η Ιερουσαλήμ, διότι εκεί εστήνοντο θρόνοι δικαστικοί, θρόνοι δια την βασιλεύουσαν οικογένειαν του Δαυίδ.
Ψαλ. 121,6 ἐρωτήσατε δὴ τὰ εἰς εἰρήνην τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ εὐθηνία τοῖς ἀγαπῶσί σε·
Ψαλ. 121,6 Ω σεις οι προσκυνηταί, παρακαλέσατε τον Κυριον δια την ασφάλειαν, την ειρήνην και την ευημερίαν της Ιερουσαλήμ. Ω Ιερουσαλήμ! Ευτυχία ας υπάρχη πάντοτε εις εκείνους, οι οποίοι σε αγαπούν.
Ψαλ. 121,7 γενέσθω δὴ εἰρήνη ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ εὐθηνία ἐν ταῖς πυργοβάρεσί σου.
Ψαλ. 121,7 Ειρήνη ας βασιλεύς μέσα εις τα τείχη σου, τα οποία αποτελούν την δύναμιν, που σε περιφρουρεί. Αφθονία και ασφάλεια ας υπάρχη στους πύργους των θησαυρών σου και τους προμαχώνας σου.
Ψαλ. 121,8 ἕνεκα τῶν ἀδελφῶν μου καὶ τῶν πλησίον μου, ἐλάλουν δὴ εἰρήνην περὶ σοῦ·
Ψαλ. 121,8 Χαριν των αδελφών μου και των φίλων μου, που κατοικούν εις σέ, εύχομαι πάντοτε ειρήνην και ευημερίαν δια σέ.
Ψαλ. 121,9 ἕνεκα τοῦ οἴκου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐξεζήτησα ἀγαθά σοι.
Ψαλ. 121,9 Χαριν του ναού Κυρίου του Θεού μας εζήτησα και ζητώ με θερμήν προσευχήν αγαθά δια σέ, ω Ιερουσαλήμ.
ΨΑΛΜΟΣ 122 (Μασ. 123)
ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.
Ψαλ. 122,1 Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ.
Ψαλ. 122,1 Προς σε και μόνον έχω υψωμένα τα μάτια μου, Κυριε, ο οποίος κατοικείς στον ουρανόν.
Ψαλ. 122,2 ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, ὡς ὀφθαλμοὶ παιδίσκης εἰς χεῖρας τῆς κυρίας αὐτῆς, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτειρῆσαι ἡμᾶς.
Ψαλ. 122,2 Ιδού, όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα εις τα χέρια των κυρίων των, και οι οφθαλμοί της δούλης εις τα χέρια της κυρίας της, περιμένοντες από εκείνους αγαθά, έτσι και τα μάτια μας στρέφονται προς Κυριον, τον Θεόν μας και τον παρακαλούν, μέχρις ότου πλούσιον εκδηλώση προς ημάς το έλεός του.
Ψαλ. 122,3 ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ὅτι ἐπὶ πολὺ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως,
Ψαλ. 122,3 Ελέησέ μας, Κυριε, ελέησέ μας, διότι επί μακρόν χρόνον εγεμίσαμεν από καταφρόνησιν και εξουθένωσιν.
Ψαλ. 122,4 ἐπὶ πλεῖον ἐπλήσθη ἡ ψυχὴ ἡμῶν. Τὸ ὄνειδος τοῖς εὐθηνοῦσι, καὶ ἡ ἐξουδένωσις τοῖς ὑπερηφάνοις.
Ψαλ. 122,4 Εγέμισε με το παραπάνω η ψυχή μας. Είθε η καταισχύνη να έλθη εναντίον των πλουσίων και αλαζονικών τυράννων μας, ο εξευτελισμός και η εξουθένωσις εναντίον των υπερηφάνων, οι οποίοι μας κατατυραννούν.