ΨΑΛΜΟΣ 39 (Μασ. 40)
Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Ψαλ. 39,2 Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου
Ψαλ. 39,2 Με πολλήν υπομονήν και ελπίδα κατά το διάστημα της θλίψεώς μου επερίμενα την βοήθειαν παρά του Κυρίου. Και ο Κυριος με επρόσεξεν, εδέχθη ευμενώς την δέησίν μου.
Ψαλ. 39,3 καὶ ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύος καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου
Ψαλ. 39,3 Με ανέσυρεν από τον λάκκον, όπου εταλαιπωρούμην, έβγαλε τα πόδια μου από το τέλμα, στο οποίον είχα βυθισθήήκαί κολλήσει, και τα ετοποθέτησεν στον στερεόν βράχον. Καθωδήγησεν έπειτα την πορείαν της ζωής μου στον ορθόν και ασφαλή δρόμον της προόδου.
Ψαλ. 39,4 καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸ στόμα μου ᾆσμα καινόν, ὕμνον τῷ Θεῷ ἡμῶν· ὄψονται πολλοὶ καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐλπιοῦσιν ἐπὶ Κύριον.
Ψαλ. 39,4 Εθεσεν στο στόμα μου νέον άσμα, ύμνον δοξολογίας και ευχαριστίας προς αυτόν δια τας πολλάς, παλαιάς και νέας, ευεργεσίας του. Πολλοί άνθρωποι θα ιδούν τα θαυμαστά έργα του, θα ευλαβηθούν τον Κυριον και θα στηρίξουν εις αυτόν τας ελπίδας των.
Ψαλ. 39,5 μακάριος ἀνήρ, οὗ ἐστι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐλπὶς αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐπέβλεψεν εἰς ματαιότητας καὶ μανίας ψευδεῖς.
Ψαλ. 39,5 Τρισευτυχισμένος και ευλογημένος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος έχει την ελπίδα του στον Θεόν και δεν έρριξε τα μάτια του στον μάταιον πλούτον, εις την δόξαν, εις τας μανίας και εξάλλους ψευδοπροφητείας μάγων και μάντεων.
Ψαλ. 39,6 πολλὰ ἐποίησας σύ, Κύριε ὁ Θεός μου, τὰ θαυμάσιά σου, καὶ τοῖς διαλογισμοῖς σου οὐκ ἔστι τίς ὁμοιωθήσεταί σοι· ἀπήγγειλα καὶ ἐλάλησα, ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ ἀριθμόν.
Ψαλ. 39,6 Συ, Κυριε και Θεέ μου, πολλά θαυμαστά έργα έκαμες και κανείς από τους ανθρώπους η τους ψευδείς θεούς δεν ημπορεί να συγκριθή προς σέ, ως προς τας πανσόφους και παναγάθους σκέψεις και βουλάς σου. Ανήγγειλα και διελάλησα αυτάς. Υπερβαίνουν όμως κάθε αριθμόν και υπολογισμόν.
Ψαλ. 39,7 θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι· ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας οὐκ ἐζήτησας.
Ψαλ. 39,7 Γεμάτος ευγνωμοσύνην ηθέλησα να σου προσφέρω θυσίαν, αλλά συ ούτε αιματηράν ούτε αναίμακτον θυσίαν η άλλας προσφοράς ηθέλησες. Μου έδωσες τέλειον σώμα, προικισμένον με λογικήν και αθάνατον ψυχήν, δια να σου το προσφέρω ευάρεστον θυσίαν. Αυτό εζήτησες και όχι θυσίας ζώων καιομένας εξ ολοκλήρου στο θυσιαστήριον, ούτε εξιλαστήριους περί αμαρτίας θυσίας.
Ψαλ. 39,8 τότε εἶπον· ἰδοὺ ἥκω, ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῦ·
Ψαλ. 39,8 Οταν εγνώρισα το θέλημά σου και τι ζητείς από εμέ, τότε είπα· ιδού εγώ έρχομαι να τεθώ υπό τας διαταγάς σου. Εν περιλήψει εις τα βιβλίον του Νομου είναι γραμμένον δι' εμέ, πως θα ευαρεστήσω εις σέ.
Ψαλ. 39,9 τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλημά σου, ὁ Θεός μου, ἐβουλήθην καὶ τὸν νόμον σου ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου.
Ψαλ. 39,9 Πρέπει, δηλαδή, να εκτελώ το θέλημά σου, ω Θεέ μου. Επόθησα και ηθέλησα τον Νομον σου με όλην την καρδίαν μου, με όλα μου τα σπλάγχνα, Κυριε.
Ψαλ. 39,10 εὐηγγελισάμην δικαιοσύνην ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ· ἰδοὺ τὰ χείλη μου οὐ μὴ κωλύσω· Κύριε, σὺ ἔγνως.
Ψαλ. 39,10 Εκήρυξα πρας όλους, εις μεγάλας συγκεντρώσεις λαών, την δικαιοσύνην σου. Ιδού, ούτε ημπόδισα ούτε θα σφαλίσω ποτέ τα χείλη μου, να διακηρύττουν αυτά. Κυριε, συ γνωρίζστούτο.
Ψαλ. 39,11 τὴν δικαιοσύνην σου οὐκ ἔκρυψα ἐν τῇ καρδίᾳ μου, τὴν ἀλήθειάν σου καὶ τὸ σωτήριόν σου εἶπα, οὐκ ἔκρυψα τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἀπὸ συναγωγῆς πολλῆς.
Ψαλ. 39,11 Ποτέ δεν έκρυψα μέσα εις την καρδίαν μου και δεν παρεσιώπησα την δικαιοσύνην σου. Αλλά την αλήθειαν των λόγων σου και την αξιοπιστίαν των υποσχέσεών σου και την σωτηρίαν, που μου εχάρισες, την ανήγγειλα. Δεν απέκρυψα το έλεός σου και την αλήθειάν σου από σύναξιν πολλού λαού.
Ψαλ. 39,12 σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνῃς τοὺς οἰκτιρμούς σου ἀπ᾿ ἐμοῦ· τὸ ἔλεός σου καὶ ἡ ἀλήθειά σου διαπαντὸς ἀντιλάβοιντό μου.
Ψαλ. 39,12 Συ λοιπόν, Κυριε, μη απομακρύνης από εμέ το έλεός σου και την ευσπλαγχνίαν σου. Το έλεός σου και η αλήθειά σου ας με συγκρατούν και ας με ενισχύουν πάντοτε.
Ψαλ. 39,13 ὅτι περιέσχον με κακά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, κατέλαβόν με αἱ ἀνομίαι μου, καὶ οὐκ ἠδυνήθην τοῦ βλέπειν· ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου, καὶ ἡ καρδία μου ἐγκατέλιπέ με.
Ψαλ. 39,13 Διότι με εκύκλωσαν πολλαί συμφοραί, αναρίθμητοι. Επεσαν επάνω μου αι τιμωρίαι δια τας ανομίας μου και κινδυνεύω να χάσω το φως των οφθαλμών μου. Αι αμαρτίαι μου επληθύνθησαν περισσότερον από τας τρίχας της κεφαλής μου και ο ιερός ενθουσιασμός και το σθένος της καρδίας μου με έχουν εγκαταλείψει.
Ψαλ. 39,14 εὐδόκησον, Κύριε, τοῦ ῥύσασθαί με· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι πρόσχες.
Ψαλ. 39,14 Ευδόκησε λοιπόν, Κυριε, να με λυτρώσης από την κατάστασιν αυτήν. Κυριε, σπεύσε εις την βοήθειάν μου.
Ψαλ. 39,15 καταισχυνθείησαν καὶ ἐντραπείησαν ἅμα οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξᾶραι αὐτήν· ἀποστραφείησαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθείησαν οἱ θέλοντές μοι κακά·
Ψαλ. 39,15 Ας καταισχυνθούν και ας εντροπιασθούν όλοι μαζή αυτοί, που ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Ας στρέψουν πανικόβλητοι τα νώτα των και ας τραπούν κατεντροπιασμένοι εις φυγήν, όσοι θέλουν την συμφοράν μου και την καταστροφήν μου.
Ψαλ. 39,16 κομισάσθωσαν παραχρῆμα αἰσχύνην αὐτῶν οἱ λέγοντές μοι· εὖγε, εὖγε.
Ψαλ. 39,16 Ας πάρουν αμέσως ως μισθόν της κακότητός των την εντροπήν, αυτοί οι οποίοι επιχαίρουν δια τας συμφοράς μου και λέγουν εύγε, εύγε.
Ψαλ. 39,17 ἀγαλλιάσθωσαν καὶ εὐφρανθήτωσαν ἐπὶ σοὶ πάντες οἱ ζητοῦντές σε, Κύριε, καὶ εἰπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ὁ Κύριος, οἱ ἀγαπῶντες τὸ σωτήριόν σου.
Ψαλ. 39,17 Ας πλημμυρίσουν δε από αγαλλίασιν και χαράν κοντά σου εκείνοι, οι οποίοι σε ποθούν και σε επικαλούνται. Αυτοί, οι οποίοι σε αγαπούν και από σε περιμένουν και παίρνουν την σωτηρίαν των, ας λέγουν πάντοτε δοξασμένος ας είναι ο Κυριος.
Ψαλ. 39,18 ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης, Κύριος φροντιεῖ μου. βοηθός μου καὶ ὑπερασπιστής μου εἶ σύ· ὁ Θεός μου, μὴ χρονίσῃς.
Ψαλ. 39,18 Εγώ δε είμαι πτωχός και άθλιος. Ελπίζω όμως και πιστεύω ακλόνητα ότι ο Κυριος θα φρρντίση δι' εμέ. Συ, Κυριε, είσαι βοηθός και υπερασπιστής μου. Μη αργοπορήσης να με βοηθήσης εις την περίστασίν μου αυτήν.
ΨΑΛΜΟΣ 40 (Μασ. 41)
Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Ψαλ. 40,2 Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ ῥύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος.
Ψαλ. 40,2 Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος, που κατανοεί την θέσιν του πτωχού και του πένητος, τον συμπαθεί και ενδιαφέρεται δι' αυτόν. Αυτόν εις ημέραν δύσκολον θα τον βοηθήση ο Κυριος δι' αυτήν την καλωσύνην του.
Ψαλ. 40,3 Κύριος διαφυλάξαι αὐτὸν καὶ ζήσαι αὐτὸν καὶ μακαρίσαι αὐτὸν ἐν τῇ γῇ καὶ μὴ παραδῷ αὐτὸν εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτοῦ.
Ψαλ. 40,3 Ο Κυριος θα τον διαφύλαξη από κάθε κίνδυνον. Θα του χαρίση μακρότητα ζωής και ασφάλειαν. Θα τον καταστήση ευτυχισμένον και χαρούμενον στον κόσμον αυτόν και δεν θα τον παραδώση ποτέ εις τα χέρια των εχθρών του.
Ψαλ. 40,4 Κύριος βοηθήσαι αὐτῷ ἐπὶ κλίνης ὀδύνης αὐτοῦ· ὅλην τὴν κοίτην αὐτοῦ ἔστρεψας ἐν τῇ ἀῤῥωστίᾳ αὐτοῦ.
Ψαλ. 40,4 Ο Κυριος θα τον βοηθήση να εγερθή υγιής από την κλίνην του. Ναι, Κυριε, θα μεταβάλης το στρώμα του, όπου κατάκειται ασθενής και πονών, εις κλίνην ανέσεως, όπου υγιής θα αναπαύεται.
Ψαλ. 40,5 ἐγὼ εἶπα· Κύριε, ἐλέησόν με, ἴασαι τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἥμαρτόν σοι.
Ψαλ. 40,5 Εγώ, κατά το διάστημα της ασθενείας μου, προσηυχήθην και είπα προς τον Θεόν· Κυριε, ελέησόν με. Θεράπευσε την ζωήν μου από την ασθένειάν της, διότι εις σε ημάρτησα και εξ αιτίας της αμαρτίας μου ησθένησα.
Ψαλ. 40,6 οἱ ἐχθροί μου εἶπαν κακά μοι· πότε ἀποθανεῖται, καὶ ἀπολεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ;
Ψαλ. 40,6 Οι εχθροί μου είπαν λόγια κακεντρεχή και πονηρά εναντίον μου· Ποτε θα αποθάνη και θα σβήση αυτός και το όνομά του από την γην;
Ψαλ. 40,7 καὶ εἰσεπορεύετο τοῦ ἰδεῖν, μάτην ἐλάλει· ἡ καρδία αὐτοῦ συνήγαγεν ἀνομίαν ἑαυτῷ, ἐξεπορεύετο ἔξω καὶ ἐλάλει ἐπὶ τὸ αὐτό.
Ψαλ. 40,7 Και εάν κανείς από τους κακεντρεχείς αυτούς ανθρώπους εισήρχετο στον οίκόν μου, τάχα προς επίσκεψίν μου, έλεγε προς εμέ λόγια δόλια και υποκριτικά. Συγχρόνως δε η καρδία του συνήθροιζε και εσχεδίαζε συκοφαντίας και διαβολάς, αι οποίαι τελικώς θα εξεσπούσαν εις βάρος του. Εβγαινεν έξω από το δωμάτιόν μου και συζητούσε κακά εναντίον μου.
Ψαλ. 40,8 κατ᾿ ἐμοῦ ἐψιθύριζον πάντες οἱ ἐχθροί μου, κατ᾿ ἐμοῦ ἐλογίζοντο κακά μοι·
Ψαλ. 40,8 Εψιθύριζαν όλοι αυτοί οι εχθροί μου εναντίον μου. Διελογίζοντο πάντοτε κακά εις βάρος μου.
Ψαλ. 40,9 λόγον παράνομον κατέθεντο κατ᾿ ἐμοῦ· μὴ ὁ κοιμώμενος οὐχὶ προσθήσει τοῦ ἀναστῆναι;
Ψαλ. 40,9 Λογους ψευδείς και αντιθέτους προς τον νόμον του Θεού έθεταν εις κυκλοφορίαν εναντίον μου και έλεγαν· Μηπως και δεν πρόκειται ποτέ να σηκωθή πλέον υγιής, αυτός ο ασθενής, που κατάκειται και κοιμάται εις την κλίνην του;
Ψαλ. 40,10 καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν.
Ψαλ. 40,10 Οχι δε μόνον οι εχθροί μου, αλλά και ο επιστήθιος φίλος μου, στον οποίον είχα στηρίξει τας ελπίδας μου, αυτός ο οποίος έτρωγε εις την τράπεζάν μου το φάγητόν μου, κατέφερε εναντίον μου μεγάλον λάκτισμα.
Ψαλ. 40,11 σὺ δέ, Κύριε, ἐλέησόν με καὶ ἀνάστησόν με, καὶ ἀνταποδώσω αὐτοῖς.
Ψαλ. 40,11 Συ λοιπόν, Κυριε, ελέησέ με, σπλαγχνίσου με, σήκωσέ με από την κλίνην της ασθενείας μου, και εγώ θα ανταποδώσω τα πρέποντα εις εκείνους, που με αδικούν.
Ψαλ. 40,12 ἐν τούτῳ ἔγνων ὅτι τεθέληκάς με, ὅτι οὐ μὴ ἐπιχαρῇ ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ.
Ψαλ. 40,12 Με αυτό το θαυμαστόν έργον του ελέους σου θα έχω πεισθή, ότι απολαμβάνω την εύνοιάν σου. Χαρις εις αυτό δεν θα καταστραφώ και δεν θα χαρή εις βάρος μου ο εχθρός μου.
Ψαλ. 40,13 ἐμοῦ δὲ διὰ τὴν ἀκακίαν ἀντελάβου, καὶ ἐβεβαίωσάς με ἐνώπιόν σου εἰς τὸν αἰῶνα.
Ψαλ. 40,13 Συ, δια την αθωότητά μου αυτήν, με εστήριξες στο παρελθόν και θα με υποστήριξης και τώρα. Την βοήθειάν σου αυτήν εις εμέ θα την καταστήσης μόνιμον και εις όλας τας επερχομένας γενεάς.
Ψαλ. 40,14 εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς τὸν αἰῶνα. γένοιτο, γένοιτο.
Ψαλ. 40,14 Ας είναι δοξασμένος ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού, στους αιώνας των αιώνων. Αμήν, αμήν.